1
00:00:37,412 --> 00:00:41,291
Πότε θα ξαναϊδούμε η μια την άλλη;
2
00:00:41,375 --> 00:00:45,838
Με την ανεμοζάλη; Μ' αστραπόβροντα;
3
00:00:45,921 --> 00:00:49,258
Αφού ο κρότος παύσει.
4
00:00:49,341 --> 00:00:53,303
Κι η μάχη τελειώσει. Χάσουν ή χαθούν.
5
00:00:53,387 --> 00:00:54,805
Το μέρος πού;
6
00:00:54,888 --> 00:00:56,390
Στον λόγγο.
7
00:00:56,974 --> 00:01:00,644
Εκεί θ' απαντήσουμε τον Μάκβεθ.
Εκεί θ' απαντήσουμε τον Μάκβεθ.
8
00:01:01,144 --> 00:01:05,691
Είναι τα ωραία φρίκη, και φρίκη τα καλά.
9
00:01:06,400 --> 00:01:11,196
Άνεμοι πάρτε μας, πάχνη κρύψε μας.
10
00:02:26,146 --> 00:02:27,940
Χαίρε, φίλε μου.
11
00:02:28,857 --> 00:02:32,444
Πες στον βασιλέα
πώς άφησες την οχλαλοή της μάχης.
12
00:02:33,278 --> 00:02:34,655
Αμφίβολη ακόμα.
13
00:02:35,697 --> 00:02:39,535
Σαν δυο κολυμβητές που προσπαθούν
αγκαλιαστοί τον άλλον ποιος να πνίξει.
14
00:02:40,369 --> 00:02:41,787
Ο άσπλαχνος Μακδόβαλδος,
15
00:02:42,371 --> 00:02:44,498
που η φύση τούτον προίκισε
με όλες τις κακίες,
16
00:02:44,581 --> 00:02:46,625
έγινε ξαφνικά η πόρνη του αντάρτη.
17
00:02:47,417 --> 00:02:48,961
Μα του κάκου.
18
00:02:49,044 --> 00:02:51,922
Ο Μάκβεθ, το επίθετο γενναίος το αξίζει,
19
00:02:52,005 --> 00:02:56,343
δεν ψηφά, κραδαίνει το σπαθί του,
από το αίμα της σφαγής ακόμη αχνισμένο,
20
00:02:56,426 --> 00:03:00,055
ανοίγει δρόμο, προχωρεί
ώσπου τον άπιστο τον αντιμετωπίζει.
ανοίγει δρόμο, προχωρεί
ώσπου τον άπιστο τον αντιμετωπίζει.
21
00:03:01,473 --> 00:03:04,309
Κι αντί χαιρετισμό ή καλημέρισμά του,
22
00:03:04,393 --> 00:03:07,729
από τον ώμο στην κοιλιά
τον κόπτει πέρα ως πέρα
23
00:03:07,813 --> 00:03:09,648
και στους πύργους μας
στήνει την κεφαλή του.
24
00:03:10,232 --> 00:03:12,985
Ο ανδρείος ξάδελφος. Ο άξιός μου φίλος.
25
00:03:13,068 --> 00:03:14,862
Μόλις οι εχθροί τη ράχη δείξαν
26
00:03:14,945 --> 00:03:17,948
διωγμένοι απ' το σπαθί
στο χέρι της ανδρείας…
27
00:03:19,283 --> 00:03:23,078
ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρία βλέπει
και με ξεσκούριαστα σπαθιά
28
00:03:23,161 --> 00:03:25,414
και με συμμάχους νέους αρχίζει νέα έφοδο.
29
00:03:25,497 --> 00:03:28,292
Τον Μάκβεθ και τον Βάγκον
αυτό δεν τους ετάραξε;
30
00:03:28,917 --> 00:03:29,918
Ναι.
31
00:03:31,712 --> 00:03:36,258
Όσο ταράζει το λιοντάρι ο λαγός
ή αετόν σπουργίτι.
32
00:03:36,341 --> 00:03:39,011
Σαν κανόνια
με διπλά γεμίσματα γεμάτα εφορμούν.
33
00:03:39,845 --> 00:03:41,138
Μα λιγοθυμώ.
34
00:03:43,515 --> 00:03:45,017
Βοήθεια γυρεύουν οι πληγές μου.
35
00:03:49,771 --> 00:03:50,939
Σωθήτω ο βασιλεύς.
36
00:03:51,857 --> 00:03:53,984
Πόθεν έρχεσαι, ω άξιέ μου θάνη;
37
00:03:54,067 --> 00:03:56,236
Από το Φάιφ, βασιλεύ,
38
00:03:56,320 --> 00:04:00,199
όπου των Νορβεγών τα φλάμπουρα
δροσίζουν τον στρατό με το ανέμισμά τους.
όπου των Νορβεγών τα φλάμπουρα
δροσίζουν τον στρατό με το ανέμισμά τους.
39
00:04:00,282 --> 00:04:07,122
Οι Νορβεγοί με τ' άπειρά τους πλήθη
και βοηθό τον άτιμο προδότη,
40
00:04:07,206 --> 00:04:10,667
τον θάνη του Καουδώρ,
άρχισαν πόλεμο φρικτό.
41
00:04:11,335 --> 00:04:14,963
Αλλά ο Μάκβεθ και ο Βάγκος,
γιοι της νίκης,
42
00:04:15,047 --> 00:04:17,673
ατρόμητα τον αντικρίζουν,
43
00:04:18,257 --> 00:04:23,347
στήθος με στήθος, με το σπαθί στο χέρι,
έως ότου εκλόνισαν τη φλογερή ψυχή του.
44
00:04:23,430 --> 00:04:25,057
Κι εν κατακλείδι…
45
00:04:26,266 --> 00:04:27,476
είμεθα νικητές εμείς.
46
00:04:27,559 --> 00:04:28,852
Ω ευτυχία!
47
00:04:29,853 --> 00:04:33,148
Δεν θα προδώσει στο εξής
του Καουδώρ ο θάνης.
48
00:04:33,232 --> 00:04:35,192
- Όχι.
- Για τον θάνατό του φρόντισε ευθύς.
49
00:04:35,275 --> 00:04:36,360
Θα γίνει όπως όρισες.
50
00:04:36,443 --> 00:04:37,819
Κι ο τίτλος του Καουδώρ
51
00:04:39,071 --> 00:04:40,322
να απονεμηθεί στον Μάκβεθ.
52
00:05:14,231 --> 00:05:16,692
Πού ήσουν, αδελφή μου;
53
00:05:18,235 --> 00:05:19,862
Χοίρους έσφαζα.
54
00:05:22,072 --> 00:05:25,200
Συ, αδελφή, πού ήσουν;
55
00:05:27,536 --> 00:05:28,996
Κοίταξ' εδώ τι έχω.
56
00:05:29,496 --> 00:05:31,623
Δώσε μου να ιδώ!
57
00:05:32,624 --> 00:05:39,089
Ενός ναύτη έχω το δάκτυλο,
οπού ενώ γυρνούσε εναυάγησε.
58
00:05:41,175 --> 00:05:43,802
Τύμπανα!
59
00:05:45,053 --> 00:05:46,638
Ο Μάκβεθ έρχεται!
60
00:05:47,556 --> 00:05:48,932
Ωιμέ.
61
00:05:49,766 --> 00:05:52,019
Μα προς τα εκεί θα υπάγω σ' ένα κόσκινο.
62
00:05:52,102 --> 00:05:55,981
Σαν κολοβό ποντίκι
θα κάμω, και θα κάμω, και θα δείξω.
63
00:05:57,065 --> 00:06:00,652
Σαν άχυρο θα τον αποστεγνώσω.
Σαν άχυρο θα τον αποστεγνώσω.
64
00:06:01,778 --> 00:06:05,365
Ο ύπνος, νύχτα ή μέρα, δεν θα έρχεται…
65
00:06:05,449 --> 00:06:08,118
Στην κουρασμένη σκέπη των βλεφάρων του.
66
00:06:08,202 --> 00:06:11,413
Σαν αφορισμένος άνθρωπος θα ζει.
67
00:06:12,206 --> 00:06:16,293
Εννιά φορές, εννιά επταήμερα
68
00:06:16,376 --> 00:06:20,380
θα λιώνει, θα στραγγίζει, θα μαραίνεται.
69
00:06:20,464 --> 00:06:24,051
Οι αδερφές οι αλλόκοτες
μαζί χειροπιασμένες.
70
00:06:24,134 --> 00:06:27,346
Ταξιδεύτριες στεριάς και θάλασσας.
71
00:06:27,429 --> 00:06:30,057
Γυρνούν ολόγυρα κι ολούθε.
72
00:06:30,140 --> 00:06:33,393
Τρεις γύρους από σε και τρεις φορές εγώ.
73
00:06:33,477 --> 00:06:35,521
Και τρεις φορές ακόμη…
74
00:06:37,606 --> 00:06:38,690
Γίναν εννιά.
75
00:07:00,462 --> 00:07:01,463
Σιωπή.
76
00:07:02,714 --> 00:07:04,591
Τα μαγικά τελειώσαν.
77
00:07:09,721 --> 00:07:13,809
Δεν είδα μέρα σαν κι αυτήν,
τόσο φρικτή κι ωραία.
78
00:07:15,352 --> 00:07:16,979
Πόσο να θέλει ως το Φόρες;
79
00:07:22,484 --> 00:07:25,529
Τι είν' αυτά τα όντα τ' άγρια,
τα καταζαρωμένα;
80
00:07:25,612 --> 00:07:28,824
Δεν μοιάζουν κάτοικοι της γης
αν και πατούν το χώμα!
81
00:07:28,907 --> 00:07:31,118
Ζείτε; Άνθρωπος μπορεί να σας λαλήσει;
82
00:07:33,078 --> 00:07:36,915
Αποκριθείτε, τούτο αν μπορείτε. Τι είστε;
83
00:07:39,209 --> 00:07:40,794
Χαίρε, ω Μάκβεθ.
84
00:07:41,420 --> 00:07:43,505
Χαίρε κι εσύ, θάνη Γλάμη.
85
00:07:43,589 --> 00:07:48,135
Χαίρε, ω Μάκβεθ.
Χαίρε κι εσύ, του Καουδώρ ο θάνης!
86
00:07:50,012 --> 00:07:51,722
Χαίρε, Μάκβεθ.
87
00:07:52,681 --> 00:07:55,934
Βασιλέας στο εξής θα γένεις.
88
00:07:57,686 --> 00:08:00,772
Πλάσματα της φαντασίας είστε;
Ή όντα είστε αληθινά καθώς σας βλέπω;
Πλάσματα της φαντασίας είστε;
Ή όντα είστε αληθινά καθώς σας βλέπω;
89
00:08:01,523 --> 00:08:03,275
Αν προβλέπετε ο χρόνος τι θα φέρει,
90
00:08:03,358 --> 00:08:06,195
εάν να πείτε δύνασθε
ποιος σπόρος θα φυτρώσει,
91
00:08:06,278 --> 00:08:09,698
πείτε μου κι εμέ, που δεν γυρεύω τη χάρη
ή την έχθρα σας, μα ούτε και φοβούμαι.
92
00:08:09,781 --> 00:08:12,492
Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλύτερέ του.
93
00:08:13,243 --> 00:08:17,039
Όχι εξίσου ευτυχή, μα ευτυχέστερέ του.
94
00:08:18,248 --> 00:08:23,003
Συ θα γεννήσεις βασιλείς
αν και βασιλεύς δεν θα γίνεις.
95
00:08:24,630 --> 00:08:27,049
Λοιπόν κι οι δύο χαίρετε,
ο Μάκβεθ και ο Βάγκος.
96
00:08:27,132 --> 00:08:29,885
Ο Βάγκος και ο Μάκβεθ.
97
00:08:31,803 --> 00:08:33,429
Χαίρετε.
98
00:08:37,768 --> 00:08:40,020
Σταθείτε, γλώσσες σκοτεινές,
κι άλλα πείτε μου.
99
00:08:41,855 --> 00:08:44,942
Του Γλάμη θάνης είμ' εγώ, αυτό το ξέρω.
Μα πώς του Καουδώρ ο τίτλος;
100
00:08:45,025 --> 00:08:47,778
Ο θάνης ζει του Καουδώρ
κι είναι πολύς και μέγας.
101
00:08:47,861 --> 00:08:50,656
Το δε να γίνω βασιλεύς απίθανο εξίσου.
102
00:08:50,739 --> 00:08:52,991
Πόθεν σας έρχεται εσάς
η αλλόκοτη τούτη γνώση;
103
00:08:53,075 --> 00:08:57,496
Στον λόγγο αυτόν τον έρημο, τον δρόμο μας
εκόψατε με προφητείες κούφιες;
104
00:09:12,427 --> 00:09:14,888
Βγάζει κι η γη,
σαν το νερό κι εκείνη φουσκαλίδες.
105
00:09:14,972 --> 00:09:18,517
Φούσκες της γης ήταν κι αυτές.
Τι έγιναν; Πού είναι;
106
00:09:19,226 --> 00:09:22,437
Σκόρπισε τ' άυλο κορμί τους
ωσάν αχνός στον άνεμο.
107
00:09:23,480 --> 00:09:24,857
Ας έμεναν ακόμη.
108
00:09:41,164 --> 00:09:43,500
Τα όντα αυτά τα είδαμε
αληθινά εμπρός μας;
109
00:09:44,418 --> 00:09:48,881
Ή φάγαμε κι οι δυο απ' το φυτό της τρέλας
κι ο λογισμός εχάθη;
110
00:09:49,631 --> 00:09:51,175
Βασιλείς θα γίνουν τα παιδιά σου.
111
00:09:51,258 --> 00:09:52,968
Συ, βασιλεύς.
112
00:09:53,051 --> 00:09:56,722
Κι ο Καουδώρ προς τούτοις.
Μα δεν το είπαν έτσι;
113
00:09:58,724 --> 00:10:00,684
Ολόιδια ήταν τα λόγια τους.
Ολόιδια ήταν τα λόγια τους.
114
00:10:12,070 --> 00:10:17,910
Η τραγωδία του Μάκβεθ
115
00:10:19,453 --> 00:10:20,579
Ποιος πλησιάζει;
116
00:10:28,378 --> 00:10:32,883
Ο βασιλεύς με αγαλλίαση έλαβε
την είδηση της νίκης σου.
117
00:10:32,966 --> 00:10:37,471
Πόση ανδρεία έδειξες στον πόλεμο θαυμάζει
118
00:10:37,554 --> 00:10:42,184
κι αρχίζει πάλι να ρωτά
της μάχης τα συμβάντα.
119
00:10:42,267 --> 00:10:45,187
Μας στέλνει
να σου εκφράσουμε την ευχαρίστησή του.
120
00:10:45,270 --> 00:10:48,232
Και να σε οδηγήσουμε ενώπιόν του,
μα όχι ως ανταμοιβή.
121
00:10:48,315 --> 00:10:53,028
Ως πρώτο έπαινο και αμοιβή
122
00:10:53,111 --> 00:10:56,532
με διέταξε να σ' ονομάσω θάνη του Καουδώρ.
123
00:10:57,741 --> 00:11:03,247
Χαίρε, λοιπόν, συ άξιε κι ανδριωμένε θάνη.
Χαίρε, λοιπόν, συ άξιε κι ανδριωμένε θάνη.
124
00:11:04,122 --> 00:11:05,290
Ο τίτλος σού ανήκει.
125
00:11:06,708 --> 00:11:08,335
Ο δαίμονας μας είπε αλήθεια;
126
00:11:08,418 --> 00:11:12,256
Ο θάνης ζει του Καουδώρ.
Με ξένα στολίδια πώς με στολίζετε;
127
00:11:12,339 --> 00:11:15,509
Ναι, ζει αυτός που ήταν θάνης,
128
00:11:16,343 --> 00:11:21,932
μα η ζωή του κρίθηκε
κι αξίζει να τη χάσει.
129
00:11:22,516 --> 00:11:25,769
Ή σύμμαχος των Νορβεγών,
130
00:11:25,853 --> 00:11:28,814
ή φίλος του αντάρτη
και βοηθός του μυστικός,
131
00:11:28,897 --> 00:11:33,151
ή με τους δυο συγχρόνως δούλεψε
τον τόπο του να βλάψει, δεν γνωρίζω.
132
00:11:33,235 --> 00:11:38,115
Μα απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος.
Ο ίδιος τ' ομολογεί…
133
00:11:40,492 --> 00:11:41,827
και τώρα τιμωρείται.
134
00:11:51,211 --> 00:11:52,671
Ευγνώμων για τον κόπο σας.
135
00:11:56,258 --> 00:11:58,093
Γλάμης και θάνης του Καουδώρ.
136
00:11:59,303 --> 00:12:01,722
Το μέγιστον επέρασε.
Το μέγιστον επέρασε.
137
00:12:01,805 --> 00:12:03,807
Μα δεν ελπίζεις βασιλείς
τα τέκνα σου να γίνουν;
138
00:12:03,891 --> 00:12:07,144
Αφού εκείνες το υποσχέθηκαν
που είπαν και για με ότι Καουδώρ θα γίνω;
139
00:12:07,227 --> 00:12:11,398
Μην το πολυπιστεύεις
και σου ανάψει την ψυχή το στέμμα
140
00:12:11,481 --> 00:12:13,358
και του Καουδώρ ο τίτλος.
141
00:12:13,442 --> 00:12:15,027
Κι όμως είναι παράξενο.
142
00:12:15,819 --> 00:12:18,447
Για να μας κολάσουν, συμβαίνει κάποτε,
143
00:12:19,364 --> 00:12:21,825
τα όργανα του σκότους
να λέγουν την αλήθεια,
144
00:12:21,909 --> 00:12:27,039
με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα
και μας προδίδουν έπειτα.
145
00:12:34,004 --> 00:12:37,508
Αυτή η παρά φύσιν γνώση δεν μπορεί
να είν' κακή, ούτε καλή να είναι.
146
00:12:39,009 --> 00:12:42,304
Κακή αν είναι, γιατί επιτυχία φέρνει ευθύς
και με αλήθεια αρχίζει;
147
00:12:42,387 --> 00:12:44,556
Έγινα θάνης του Καουδώρ.
148
00:12:48,268 --> 00:12:52,731
Καλή αν είναι, γιατί ο πειρασμός αυτός
με κυριεύει, της φρίκης τα μαλλιά ορθώνει
149
00:12:52,814 --> 00:12:56,610
και κάνει την καρδιά μου
να βροντά εις τα πλευρά μου;
150
00:13:03,325 --> 00:13:06,078
Κάλλιο ο φόβος του παρόντος,
παρά διανοήματα οικτρά.
151
00:13:06,828 --> 00:13:09,039
Ο νους μου έχει μέσα του
το φάντασμα του φόνου,
152
00:13:09,122 --> 00:13:13,377
και τόσο πολύ κλονίζεται,
που η ενέργεια κι η σκέψη μου σε εικασίες
153
00:13:14,169 --> 00:13:16,296
και στ' ανύπαρκτα πλανάται.
154
00:13:17,798 --> 00:13:22,553
Αν το θέλει η τύχη να βασιλέψω,
ας με στέψει η τύχη η ίδια.
155
00:13:26,890 --> 00:13:28,308
Ό,τι κι αν έχει, ας συμβεί.
156
00:13:29,893 --> 00:13:32,354
Ο χρόνος κυλά αδιάκοπα,
ο κόσμος να χαλάσει.
157
00:13:35,399 --> 00:13:37,693
"Με απάντησαν την ημέρα της νίκης.
158
00:13:37,776 --> 00:13:39,736
Οι ασφαλέστερες αποδείξεις μού λένε
159
00:13:39,820 --> 00:13:42,281
ότι γνωρίζουν περισσότερα
από τον νου ανθρώπου.
160
00:13:42,823 --> 00:13:45,409
Κι αν μ' έκαιγε η επιθυμία
να τις ρωτήσω κι άλλα,
161
00:13:45,492 --> 00:13:48,579
αέρας γίναν και εχάθησαν.
162
00:13:49,079 --> 00:13:51,248
Ενώ έμενα εκστατικός από τον θαυμασμό μου,
163
00:13:51,331 --> 00:13:56,003
του βασιλέως ήρθε μήνυμα
ότι μ' αναγορεύει θάνη του Καουδώρ,
164
00:13:56,086 --> 00:13:58,922
όπως με είχαν χαιρετίσει μόλις
οι τρεις αδελφές
165
00:13:59,006 --> 00:14:04,136
και με παρέπεμψαν στα μέλλοντα λέγοντας
'Χαίρε, εσύ, που βασιλεύς θα γίνεις'.
και με παρέπεμψαν στα μέλλοντα λέγοντας
'Χαίρε, εσύ, που βασιλεύς θα γίνεις'.
166
00:14:06,930 --> 00:14:10,809
Αυτό θεώρησα καλό να το κοινοποιήσω
εις σε, ακριβή σύντροφο των μεγαλείων μου,
167
00:14:10,893 --> 00:14:13,312
για να μη στερηθείς
ό,τι σου ανήκει από τη χαρά μου,
168
00:14:13,395 --> 00:14:16,815
μη γνωρίζοντας
τι μεγαλείο ακόμα σε περιμένει.
169
00:14:18,233 --> 00:14:20,444
Κρύψε αυτά εις την καρδιά σου
και υγίαινε".
170
00:14:26,074 --> 00:14:29,244
Ιδού που είσαι Καουδώρ και Γλάμης.
171
00:14:29,912 --> 00:14:32,539
Και θα γενείς κι ό,τι σου έταξαν.
172
00:14:33,874 --> 00:14:35,584
Αλλά φοβούμαι τη φύση σου.
173
00:14:36,084 --> 00:14:40,714
Γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα,
δρόμο σιμότερο να πάρεις δεν σ' αφήνει.
174
00:14:42,424 --> 00:14:43,634
Τα μεγαλεία τα ποθείς.
175
00:14:43,717 --> 00:14:48,138
Φιλοδοξία έχεις, μα όχι την κακία
που στον φιλόδοξο πρέπει.
176
00:14:50,015 --> 00:14:53,727
Το μεγαλείο που επιθυμείς
με το καλό το θέλεις.
177
00:14:53,810 --> 00:14:58,023
Το άδικο δεν θέλεις, κι όμως
το κέρδος τ' άδικο ποθείς να αποκτήσεις.
178
00:15:03,111 --> 00:15:05,113
Έλα γρήγορα εδώ,
179
00:15:06,406 --> 00:15:09,451
να χύσω την τόλμη μου μέσα στην ψυχή σου
180
00:15:09,535 --> 00:15:12,120
και να διαλύσει η γλώσσα μου
181
00:15:12,204 --> 00:15:15,624
όσα κι αν είναι εμπόδια
ως τον χρυσό τον κύκλο.
182
00:15:36,311 --> 00:15:38,480
Δεν τον αποκεφάλισαν τον Καουδώρ ακόμη;
183
00:15:38,564 --> 00:15:39,606
Άρχοντά μου.
184
00:15:40,691 --> 00:15:43,277
Ένας, που παρών τον είδε να πεθαίνει,
185
00:15:43,360 --> 00:15:46,989
μου είπε ότι εκήρυξε το κρίμα του πανδήμως
186
00:15:47,072 --> 00:15:51,410
και ότι παρακάλεσε να του το συγχωρήσεις,
κι απέδειξε μετάνοια μεγάλη.
187
00:15:51,493 --> 00:15:55,289
Τη ζωή του τίποτα τόσο δεν τιμά
όσο ο θάνατός του.
188
00:15:55,372 --> 00:15:59,293
Απέθανε σαν άνθρωπος καλά ετοιμασμένος
189
00:15:59,376 --> 00:16:03,338
το πλέον ακριβό να το αποτινάξει
ωσάν να ήταν η ζωή πράγμα χωρίς αξία.
το πλέον ακριβό να το αποτινάξει
ωσάν να ήταν η ζωή πράγμα χωρίς αξία.
190
00:16:04,173 --> 00:16:08,010
Τρόπος δεν βρίσκεται για την ψυχή
στο πρόσωπο να φαίνεται.
191
00:16:09,761 --> 00:16:14,683
Είχα στον άνθρωπο αυτόν τυφλή εμπιστοσύνη.
192
00:16:17,227 --> 00:16:18,937
Ω ξάδελφέ μου ακριβέ.
193
00:16:20,189 --> 00:16:23,317
Το είχα βάρος στην καρδιά
ότι σου είμ' αγνώμων.
194
00:16:24,651 --> 00:16:29,031
Μόνο και μόνο αυτό ήθελα, να είναι δυνατόν
να σου ανταποδώσω ό,τι σου πρέπει.
195
00:16:29,114 --> 00:16:32,576
Σου χρωστώ την πίστη μου. Είναι μισθός μου
αρκετός, το χρέος μου να κάνω.
196
00:16:32,659 --> 00:16:34,161
Καλώς όρισες.
197
00:16:36,622 --> 00:16:41,210
Έργο και πόθος μου είναι
όπως σε πρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω.
198
00:16:44,379 --> 00:16:47,466
Άξιε Βάγκε,
λιγότερα δεν χρωστώ και σ' εσέ,
199
00:16:47,549 --> 00:16:49,468
κι ούτε λιγότερο ποθώ να σου το δείξω.
200
00:16:49,551 --> 00:16:52,638
Εις την καρδιά μου έλα εδώ
κι εσένα να σε σφίξω.
201
00:16:52,721 --> 00:16:55,516
Εάν φυτρώσω μέσα της,
δικός σου ο καρπός της.
202
00:16:55,599 --> 00:16:57,893
Απ' την πολλή της τη χαρά
ξεχείλισ' η καρδιά μου,
203
00:16:57,976 --> 00:17:00,604
ξεθυμαίνει με αυτούς
τους σταλαγμούς της λύπης.
ξεθυμαίνει με αυτούς
τους σταλαγμούς της λύπης.
204
00:17:05,108 --> 00:17:09,112
Τέκνα μου και συγγενείς και θάναι,
205
00:17:09,820 --> 00:17:11,698
και όλοι εσείς πλησίον μου,
206
00:17:11,781 --> 00:17:17,621
τη διαδοχή του θρόνου μου ορίζω
εις τον πρωτότοκο, τον Μάλκολμ.
207
00:17:18,454 --> 00:17:20,457
Εις το εξής θα λέγεται
208
00:17:20,540 --> 00:17:21,791
της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ.
209
00:17:22,542 --> 00:17:26,088
Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν
δεν τον τιμώ και μόνον.
210
00:17:27,798 --> 00:17:32,970
Άστρα θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας,
στα στήθη να λαμποκοπούν όσων το αξίζουν.
211
00:17:34,054 --> 00:17:36,974
Πηγαίνω εις το Ίνβερνες
όπου θα με ξενίσεις.
212
00:17:38,767 --> 00:17:41,812
Τον ερχομό σου μόνος μου
πηγαίνω να αναγγείλω,
213
00:17:41,895 --> 00:17:46,525
και πρώτα στη γυναίκα μου,
να τη χαροποιήσω με την καλή την είδηση.
214
00:17:46,608 --> 00:17:47,985
Ακριβέ μου Καουδώρ.
215
00:17:48,068 --> 00:17:51,989
Ας πηγαίνουμε. Εκείνος πάει εμπρός
με τον σκοπό να μας προϋπαντήσει.
216
00:17:52,072 --> 00:17:53,323
Τι συγγενής.
217
00:17:54,533 --> 00:17:56,034
Της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ.
218
00:17:57,411 --> 00:18:00,205
Σ' αυτό το ανύψωμα ή θα σκοντάψω
να κρημνισθώ ή θα το πηδήσω,
Σ' αυτό το ανύψωμα ή θα σκοντάψω
να κρημνισθώ ή θα το πηδήσω,
219
00:18:00,289 --> 00:18:02,165
γιατί τον δρόμο μού φράζει.
220
00:18:02,708 --> 00:18:04,793
Κρύψτε τη φωτιά σας, ω άστρα.
221
00:18:05,460 --> 00:18:09,173
Φως να μην ιδή τον σκοτεινό μου πόθο.
222
00:18:10,048 --> 00:18:12,551
Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε.
223
00:18:12,634 --> 00:18:15,971
Τι λες; Τρελάθηκες;
Μαζί του δεν είναι κι ο αφέντης σου;
224
00:18:16,054 --> 00:18:19,183
Αλήθεια! Ο αφέντης μου
έρχετ' εδώ κι εκείνος.
225
00:18:19,266 --> 00:18:21,059
Να τρέξει γρηγορότερα
επρόκαμ' ένας δούλος.
226
00:18:21,643 --> 00:18:25,314
Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει.
227
00:18:30,068 --> 00:18:32,279
Ακόμη ως κι ο κόρακας
εβράχνιασε κι εκείνος,
228
00:18:32,362 --> 00:18:37,117
που κράζει ότι έρχεται
στους πύργους μου ο Δώγκαν.
229
00:18:42,664 --> 00:18:45,918
Ελάτε σεις, δαιμόνια, που στων φονέων μου
τις σκέψεις παραστέκεσθε.
230
00:18:46,710 --> 00:18:49,087
Ξεγυναικώστε με.
231
00:18:50,380 --> 00:18:55,302
Με άσπλαχνη σκληρότητα γεμίστε με
από την κορφή ως τα νύχια.
232
00:18:56,512 --> 00:18:58,013
Το αίμα μου πήξτε.
233
00:18:59,014 --> 00:19:02,184
Τους δρόμους όλους φράξτε
προς τη συνείδησή μου,
Τους δρόμους όλους φράξτε
προς τη συνείδησή μου,
234
00:19:02,267 --> 00:19:06,396
ώστε της φύσης μου ορμή ευσπλαγχνική
καμιά να μην μπορεί να με κλονίσει,
235
00:19:06,480 --> 00:19:09,316
ούτε να φέρει δισταγμό
εις την εκτέλεση του σχεδίου.
236
00:19:10,901 --> 00:19:13,445
Ελάτε στους μαστούς μου
237
00:19:13,529 --> 00:19:18,075
και κάνετε χολή το γάλα,
εσείς του φόνου όργανα,
238
00:19:19,201 --> 00:19:23,205
όπου και αν πλανάσθε κι αόρατα συντρέχετε
σ' ό,τι κακό κι αν γίνει.
239
00:19:24,289 --> 00:19:29,044
Έλα και συ, νύχτα βαθιά, σκεπάσου
με της Κόλασης τον σκοτεινότερο καπνό,
240
00:19:30,003 --> 00:19:33,090
ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή τη μαχαιριά,
241
00:19:33,173 --> 00:19:38,095
ούτε ο Ουρανός να μην μπορεί από το πέπλο
της νυκτός να μου φωνάξει "Στάσου!"
242
00:19:50,440 --> 00:19:52,568
Γλάμη ένδοξε.
243
00:19:59,199 --> 00:20:00,826
Άξιε Καουδώρ.
Άξιε Καουδώρ.
244
00:20:02,995 --> 00:20:05,622
Μεγαλύτερε ακόμη κι απ' τα δυο,
κατά τον χαιρετισμό εκείνον.
245
00:20:09,042 --> 00:20:12,421
Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν
246
00:20:12,504 --> 00:20:15,799
και τώρα το μέλλον προαισθάνομαι.
247
00:20:15,883 --> 00:20:17,801
Ακριβή μου αγάπη.
248
00:20:25,434 --> 00:20:27,060
Απόψε έρχεται ο Δώγκαν.
249
00:20:27,769 --> 00:20:29,229
Πότε θ' αναχωρήσει;
250
00:20:29,313 --> 00:20:31,106
Καθώς σκοπεύει, αύριο.
251
00:20:31,773 --> 00:20:34,067
Ω δεν θα ιδή ο ήλιος του
αυτό το αύριο ποτέ.
252
00:20:38,906 --> 00:20:43,952
Το πρόσωπό σου είναι βιβλίο ανοικτό, όπου
πράγματα αλλόκοτα μπορείς να αναγνώσεις.
253
00:20:44,912 --> 00:20:47,414
Θέλεις τον χρόνο να γελάς;
Κάνε όπως ο χρόνος.
254
00:20:48,165 --> 00:20:51,001
Χαρά να λέγει η γλώσσα σου,
το μάτι σου, το χέρι.
255
00:20:51,543 --> 00:20:54,796
Να φαίνεσαι σαν τ' άκακο το άνθος,
πλην να 'σαι φίδι από κάτω του.
256
00:20:56,465 --> 00:20:58,383
Εκείνος που θα έρθει περίθαλψη θα λάβει.
257
00:20:58,467 --> 00:21:01,929
Να με αφήσεις μόνη μου
της νύχτας τα έργα να φροντίσω.
Να με αφήσεις μόνη μου
της νύχτας τα έργα να φροντίσω.
258
00:21:02,638 --> 00:21:05,182
Αυτά, όλες τις μέρες
και τις νύχτες μας στο μέλλον,
259
00:21:05,265 --> 00:21:08,769
θα εξασφαλίζουν
και αρχή και παντοδυναμία.
260
00:21:17,236 --> 00:21:18,737
Μόνο απαθής να είσαι.
261
00:21:19,821 --> 00:21:21,990
Εάν αλλάζει η όψη σου, θα πει ότι φοβάσαι.
262
00:21:24,368 --> 00:21:25,744
Άφησε τα άλλα εις εμέ.
263
00:21:32,084 --> 00:21:34,044
Ωραίο μέρος είν' αυτό.
264
00:21:34,711 --> 00:21:38,507
Ο ελαφρός αέρας πνέει εδώ γλυκά
κι ευφραίνει τις αισθήσεις.
265
00:21:40,509 --> 00:21:44,346
Και το πετροχελίδωνο,
του θέρους επισκέπτης,
266
00:21:44,429 --> 00:21:46,682
μαρτυρεί με τα κτισίματά του
267
00:21:46,765 --> 00:21:49,518
ότι η πνοή των ουρανών γλυκά εδώ μυρίζει.
268
00:21:50,018 --> 00:21:52,688
Δεν έχει σκέπης εξοχή,
δεν έχει κορωνίδα, γωνιά δεν έχει,
269
00:21:52,771 --> 00:21:56,358
όπου να μην κρεμιέται η κούνια του
κι η κλίνη των παιδιών του.
270
00:21:57,317 --> 00:22:01,154
Εκεί όπου συνέρχεται να κάμει τη φωλιά του
είναι συνήθως καθαρός κι ευώδης ο αέρας.
Εκεί όπου συνέρχεται να κάμει τη φωλιά του
είναι συνήθως καθαρός κι ευώδης ο αέρας.
271
00:22:01,238 --> 00:22:04,575
Ιδού και η αρχόντισσα.
272
00:22:04,658 --> 00:22:09,037
Όσα κι αν κάμω,
και διπλά και τρίδιπλα να είναι,
273
00:22:09,121 --> 00:22:13,375
είναι μικρά και πενιχρά, δεν αντιζυγίζουν
όσ' αγαθά κι όση τιμή μάς επιδαψιλεύεις.
274
00:22:13,458 --> 00:22:16,044
Για τα ευεργετήματά σου,
ευχέτες σου θα είμαστε παντοτινοί.
275
00:22:16,128 --> 00:22:17,462
Πού είν' ο θάνης;
276
00:22:17,546 --> 00:22:20,507
Έτρεχα τα ίχνη του να φθάσω,
θέλοντας εγώ εδώ να τον προϋπαντήσω.
277
00:22:20,591 --> 00:22:23,969
Μα είναι καλός καβαλάρης. Κι η αγάπη του,
κοφτερή ως άλλο φτερνιστήρι,
278
00:22:24,052 --> 00:22:26,138
τον έφτασε πρώτον εδώ.
279
00:22:27,222 --> 00:22:30,017
Φιλοξενία σού ζητώ
τη νύχτ' αυτήν, κυρία.
280
00:22:30,100 --> 00:22:31,560
Το χέρι σου δώσ' μου.
281
00:22:33,979 --> 00:22:35,439
Στον σύζυγό σου οδήγησέ με.
282
00:22:41,820 --> 00:22:47,159
Αν ήταν να γινόταν και να γίνει,
τότε το ταχύτερο ας γενεί.
283
00:22:48,410 --> 00:22:50,829
Αν η δολοφονία συνέπαιρνε μαζί
και τα επακόλουθά της,
284
00:22:50,913 --> 00:22:53,207
αν η επιτυχία της ασφάλιζε
285
00:22:53,290 --> 00:22:56,793
ότι ένα χτύπημα θ' αρκεί
να γίνει και αρχή και τέλος εδώ κάτω.
286
00:22:58,629 --> 00:23:00,214
Αλλά εδώ…
Αλλά εδώ…
287
00:23:01,840 --> 00:23:05,010
σ' αυτό το άβαθο του χρόνου περιγιάλι
τη μέλλουσα ζωή την αψηφώ.
288
00:23:08,514 --> 00:23:10,933
Όμως τα έργ' αυτά έχουν εδώ
την ανταπόδοσή τους.
289
00:23:11,016 --> 00:23:13,143
Γίνεται σ' άλλους μάθημα
το αίμα το χυμένο,
290
00:23:13,227 --> 00:23:16,647
και στρέφεται το μάθημα και τιμωρεί
εκείνον που το δίδαξε.
291
00:23:17,564 --> 00:23:19,358
Η δε δικαιοσύνη
292
00:23:19,441 --> 00:23:23,195
προσφέρει το φαρμάκι μας
στα χείλη να το πιούμε.
293
00:23:25,697 --> 00:23:27,282
Νιώθει διπλά προστατευμένος.
294
00:23:28,784 --> 00:23:30,869
Εν πρώτοις είμαι συγγενής
κι υπήκοός του είμαι,
295
00:23:30,953 --> 00:23:32,871
δεσμοί μεγάλοι και οι δυο.
296
00:23:34,206 --> 00:23:35,749
Προς τούτοις τον ξενίζω
297
00:23:36,583 --> 00:23:40,379
κι εγώ τη θύρα μου χρωστώ να κλείσω
στον φονέα, όχι εγώ μαχαίρι να σηκώσω.
298
00:23:40,879 --> 00:23:43,924
Μα και στον θρόνο του ήμερος ήταν τόσο,
299
00:23:44,007 --> 00:23:46,343
εφάνη τόσο αγαθός στην υψηλή του θέση,
300
00:23:47,469 --> 00:23:50,055
που οι πολλές του αρετές
ωσάν αγγέλων σάλπιγγες θα γίνουν,
301
00:23:50,138 --> 00:23:52,266
να καταμαρτυρήσουν την εξολόθρευσή του.
302
00:23:52,349 --> 00:23:55,561
Και στον ανεμοστρόβιλο επάνω καθισμένος,
σαν βρέφος νεογέννητο ο οίκτος,
303
00:23:55,644 --> 00:23:59,523
ή σαν Χερουβείμ που καβαλούν
τους αόρατους τ' ουρανού ταχυδρόμους,
304
00:23:59,606 --> 00:24:04,111
την είδηση της φρίκης θα διασκορπίσει,
κι ο αέρας θα πνιγεί απ' το πολύ το δάκρυ.
την είδηση της φρίκης θα διασκορπίσει,
κι ο αέρας θα πνιγεί απ' το πολύ το δάκρυ.
305
00:24:06,113 --> 00:24:09,074
Μα ο σκοπός αυτός δεν έχει
φτερνιστήρι να του κεντήσει τα πλευρά.
306
00:24:10,993 --> 00:24:14,997
Μόνο φιλοδοξία, που το σημάδι
ξεπερνά στο πήδημα και πέφτει.
307
00:24:20,836 --> 00:24:22,546
Τι θέλεις; Τι συμβαίνει;
308
00:24:24,882 --> 00:24:26,216
Απέφαγε.
309
00:24:26,300 --> 00:24:28,010
Με ζήτησε;
310
00:24:28,093 --> 00:24:29,469
Λες και δεν το ξέρεις.
311
00:24:31,221 --> 00:24:32,973
Δεν θέλω να το σπρώξουμε μακρύτερα.
312
00:24:33,056 --> 00:24:34,141
Τόσα του χρωστώ.
313
00:24:34,224 --> 00:24:36,977
Τη χρυσή μου υπόληψη
τη λέει ο κόσμος όλος,
314
00:24:37,060 --> 00:24:39,730
τη λάμψη της
να τη φορώ ως στολισμό προκρίνω,
315
00:24:40,814 --> 00:24:43,567
παρά από επάνω μου ευθύς να την πετάξω.
316
00:24:44,401 --> 00:24:46,904
Η ελπίδα η άλλη που φόρεσες
μην ήταν μεθυσμένη;
317
00:24:46,987 --> 00:24:48,113
Αποκοιμήθηκε στο μεταξύ;
318
00:24:48,197 --> 00:24:51,408
Ξυπνά και βλέπει κάτωχρο
εκείνο που πρωτύτερα κοιτούσε;
319
00:24:51,491 --> 00:24:53,827
Το μέτρο της αγάπης σου
έτσι μου το δίνεις.
320
00:24:56,622 --> 00:25:01,335
Εκείνο που 'χεις στην καρδιά
δεν φανερώνεις με την παλικαριά σου;
Εκείνο που 'χεις στην καρδιά
δεν φανερώνεις με την παλικαριά σου;
321
00:25:01,418 --> 00:25:05,172
Θέλεις αυτά που εκτιμάς
ως στολισμό του βίου
322
00:25:05,255 --> 00:25:07,382
κι άνανδρος
στην ίδια σου εκτίμηση να είσαι;
323
00:25:07,466 --> 00:25:10,928
Θέλεις ν' αφήνεις πάντοτε κατόπιν
απ' το θέλω ν' ακολουθεί το δεν τολμώ;
324
00:25:11,011 --> 00:25:13,430
Σώπα, σε παρακαλώ.
325
00:25:14,389 --> 00:25:19,269
Τολμώ να κάνω ό,τι αρμόζει σ' άνδρα.
Όποιος πλειότερο τολμά, δεν είναι!
326
00:25:19,353 --> 00:25:22,356
Λοιπόν, τι ζώο σ' έκανε
να μου αποκαλύψεις τα σχέδιά σου;
327
00:25:23,190 --> 00:25:25,984
Όταν δεν σου 'λειπε η καρδιά
να το εκτελέσεις, ήσουν άνδρας.
328
00:25:26,068 --> 00:25:29,530
Κι όσο μεγαλύτερος ζητάς να γίνεις,
τόσο είσαι άνδρας.
329
00:25:31,031 --> 00:25:32,616
Το γάλα μου το έδωσα
330
00:25:32,699 --> 00:25:36,203
και ξέρω πώς τ' αγαπά το βρέφος της
μια μάνα που βυζάνει.
331
00:25:36,286 --> 00:25:39,081
Μα κι αν με γλυκοκοίταζε
στα μάτια το παιδί μου,
332
00:25:39,164 --> 00:25:42,793
θα άρπαζα τη ρώγα μου απ' τ' απαλά τα ούλα
να του συντρίψω τα μυαλά,
333
00:25:42,876 --> 00:25:45,754
αν είχα κάνει όρκο,
καθώς εσύ τ' ορκίστηκες αυτό.
334
00:25:46,880 --> 00:25:48,215
Κι αν αποτύχουμε;
335
00:25:48,298 --> 00:25:49,675
Αποτύχαμε.
336
00:25:50,509 --> 00:25:54,096
Στύλωσε τη γενναιότητά σου
και δεν θα αποτύχουμε.
337
00:25:55,180 --> 00:25:57,099
Ενώ κοιμάται ο Δώγκαν,
338
00:25:57,182 --> 00:26:00,769
κι ύπνο βαρύ
του ταξιδιού ο κόπος θα του φέρει,
κι ύπνο βαρύ
του ταξιδιού ο κόπος θα του φέρει,
339
00:26:00,853 --> 00:26:05,065
τους δυο θαλαμηπόλους του
θα τους δαμάσω με τα συχνοκεράσματα,
340
00:26:05,148 --> 00:26:08,902
που το μνημονικό τους,
ο φύλακας του λογικού, ατμός θα γίνει,
341
00:26:08,986 --> 00:26:11,738
και μέσ' από τη θήκη του
ο νους θα ξεθυμάνει.
342
00:26:11,822 --> 00:26:16,076
Ενώ εκείνοι κείτονται ωσάν αποθαμένοι
στον ύπνο τον κτηνώδη,
343
00:26:17,244 --> 00:26:20,956
τι δεν μπορούμε οι δυο μας
ανεμπόδιστοι να κάνουμε τον Δώγκαν,
344
00:26:21,623 --> 00:26:23,584
και ν' αποδώσουμε το παν
στους φύλακές του,
345
00:26:23,667 --> 00:26:26,461
ώστε αυτοί να φορτωθούν
του έργου μας το βάρος;
346
00:26:29,840 --> 00:26:31,383
Να μου γεννάς αρσενικά,
347
00:26:32,509 --> 00:26:36,388
διότι μόνο άνδρες αξίζει
απ' τα σπλάχνα σου να βγαίνουν.
348
00:26:39,516 --> 00:26:41,977
Και ποιος το ίδιο δεν θα πει,
αν με αίμα πασαλείψουμε
349
00:26:42,060 --> 00:26:46,356
τους κοιμισμένους, και συγχρόνως κάνουμε
των δικών τους μαχαιριών τη χρήση;
350
00:26:46,440 --> 00:26:47,774
Ποιος θα τολμήσει να πει άλλο,
351
00:26:47,858 --> 00:26:51,361
όταν δουν τους θρήνους μας
για τον θάνατό του;
352
00:26:53,447 --> 00:26:54,865
Επήρα την απόφαση.
353
00:26:56,074 --> 00:26:58,660
Όλες οι δυνάμεις μου
θα στραφούν στο φοβερό το έργο.
354
00:26:58,744 --> 00:27:01,580
Πηγαίνουμε!
Ας είμαστε φαιδροί στον κόσμο όλο.
Πηγαίνουμε!
Ας είμαστε φαιδροί στον κόσμο όλο.
355
00:27:01,663 --> 00:27:04,333
Ας κρύψει ο δόλος του ματιού
του στήθους μας τον δόλο!
356
00:27:27,356 --> 00:27:29,942
Η σελήνη έδυσε. Δεν άκουσα την ώρα.
357
00:27:30,025 --> 00:27:31,944
Δύει στις 12:00.
358
00:27:32,027 --> 00:27:33,654
Αργότερα μου φαίνεται ότι είναι.
359
00:27:35,197 --> 00:27:37,783
Να το σπαθί μου. Πάρε το.
360
00:27:42,496 --> 00:27:44,164
Ο ουρανός απόψε δεν ξοδεύεται.
361
00:27:44,748 --> 00:27:46,208
Σβηστοί οι λύχνοι του όλοι.
362
00:27:47,209 --> 00:27:51,046
Μου 'ρχεται ο ύπνος σαν μολύβι,
κι όμως ν' αποκοιμηθώ δεν θέλω.
363
00:27:52,798 --> 00:27:55,133
Δυνάμεις του ελέους,
διώξτε τους μαύρους στοχασμούς
364
00:27:55,217 --> 00:27:57,052
που κυριεύουν του ύπνου τη γαλήνη!
365
00:28:01,473 --> 00:28:03,433
- Το σπαθί μου γρήγορα. Ποιος είναι;
- Φίλος.
366
00:28:05,227 --> 00:28:08,063
Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται.
367
00:28:08,939 --> 00:28:10,774
Ήταν στο άκρο εύθυμος και ευχαριστημένος.
368
00:28:10,858 --> 00:28:13,944
Φιλοδώρησε άφθονα τους δούλους σου.
369
00:28:14,862 --> 00:28:17,614
Ήμασταν ανέτοιμοι, η καλή μας θέληση
μ' ελλείψεις δεσμευμένη.
370
00:28:17,698 --> 00:28:20,450
- Δεν μπόρεσαν να γίνουν όσα πρέπει.
- Όλα καλώς έγιναν.
371
00:28:21,034 --> 00:28:24,288
Εχθές τη νύχτα είδα στον ύπνο μου
εκείνες τις τρεις αδελφές.
372
00:28:25,873 --> 00:28:27,624
Ήταν αληθή όσα σου είπαν.
373
00:28:29,710 --> 00:28:31,420
Μου είχαν φύγει από τη σκέψη.
374
00:28:31,503 --> 00:28:34,298
Αλλά καμία ώρα,
375
00:28:34,381 --> 00:28:37,176
αλλάζουμε δυο λόγια για αυτήν την ιστορία,
376
00:28:37,259 --> 00:28:38,719
όποτε έχεις τον καιρό.
377
00:28:39,887 --> 00:28:41,388
Όποτε θελήσεις.
378
00:28:43,348 --> 00:28:44,683
Αναπαύσου στο μεταξύ.
379
00:28:45,559 --> 00:28:47,311
Ευχαριστώ, ομοίως κι εσύ.
380
00:28:50,564 --> 00:28:54,943
Πες στην κυρά σου
να μου σημάνει όταν μου φτιάξει το ποτό.
381
00:29:11,418 --> 00:29:14,171
Μαχαίρι είναι αυτό που βλέπω αντίκρυ μου
382
00:29:15,714 --> 00:29:17,508
με τη λαβή να με κοιτά;
383
00:29:21,678 --> 00:29:22,763
Έλα…
384
00:29:24,556 --> 00:29:26,016
να σε πιάσω.
385
00:29:30,479 --> 00:29:32,898
Δεν σ' έπιασα,
αλλά εκείνα τα μάτια μου σε βλέπουν
386
00:29:35,359 --> 00:29:40,030
Ω φάντασμα απαίσιο, δεν είσαι και στο χέρι
καθώς στα μάτια αισθητό;
387
00:29:41,406 --> 00:29:45,702
Ή μη δεν είσαι παρά μαχαίρι φανταστό,
απάτης μόνο πλάσμα,
388
00:29:45,786 --> 00:29:47,746
που το γεννά η κεφαλή
στην έξαψη της θέρμης;
389
00:29:49,831 --> 00:29:51,458
Κι όμως σε βλέπω πάντοτε…
390
00:29:53,168 --> 00:29:57,047
ψηλαφητό, καθώς αυτό
που τραβώ απ' τη θήκη τώρα.
391
00:30:00,259 --> 00:30:04,847
Τον δρόμο που θα πορευόμουν μου δείχνεις.
Όμοιό σου σύνεργο θα είχα στο χέρι.
392
00:30:05,764 --> 00:30:08,267
Μην παίζουν με τα μάτια μου
οι άλλες μου αισθήσεις,
393
00:30:08,350 --> 00:30:10,269
ή μην τα πάντα ξεπερνά η όρασή μου μόνη;
394
00:30:12,354 --> 00:30:13,689
Σε βλέπω, να.
395
00:30:14,648 --> 00:30:19,236
Και στη λαβή κι επάνω στη λεπίδα
αίματος σταλαγμοί, όπου δεν ήταν πρώτα.
396
00:30:20,737 --> 00:30:22,948
Δεν υπάρχεις.
397
00:30:23,031 --> 00:30:26,243
Ο φονικός σκοπός μου σχήμα ανύπαρκτο
στα μάτια μου λαμβάνει.
398
00:30:27,244 --> 00:30:30,914
Εσύ, ω Γη ακίνητη, τα βήματά μου μην ακούς
εκεί όπου πηγαίνουν,
399
00:30:30,998 --> 00:30:34,376
μην τύχει και οι λίθοι σου
βαλθούν να φλυαρήσουν.
400
00:30:34,877 --> 00:30:37,546
Πηγαίνω και τετέλεσται.
401
00:30:38,297 --> 00:30:39,756
Το σήμαντρο με καλεί.
402
00:30:40,632 --> 00:30:45,596
Μην τ' ακούς, Δώγκαν. Για σε σημαίνει.
Σε προσμένει ο Ουρανός…
403
00:30:48,223 --> 00:30:49,600
ή η Κόλαση.
404
00:31:56,792 --> 00:31:57,793
Άκου!
405
00:31:59,962 --> 00:32:01,171
Σιωπή.
Σιωπή.
406
00:32:03,715 --> 00:32:06,051
Η κουκουβάγια τσίριξε,
407
00:32:06,134 --> 00:32:09,346
ο κράχτης ο απαίσιος,
που άγρια φωνάζει την καληνύχτα του.
408
00:32:11,014 --> 00:32:12,850
Το κάνει.
409
00:32:14,810 --> 00:32:17,896
Η μάγισσα τους μέθυσε
και μου 'δωσε κουράγιο.
410
00:32:19,106 --> 00:32:21,859
Αυτό που εκείνους έσβησε
μου άναψε τη φλόγα.
411
00:32:22,734 --> 00:32:24,444
Οι πόρτες είναι ανοιχτές
412
00:32:25,195 --> 00:32:29,199
κι οι δούλοι μεθυσμένοι εμπαίζουν
το καθήκον τους με τα ροχαλητά τους.
413
00:32:29,283 --> 00:32:30,617
Αμήν.
414
00:32:32,119 --> 00:32:33,912
Εδόλωσα με βότανα το ποτό τους,
415
00:32:33,996 --> 00:32:36,248
ώστε η ζωή κι ο θάνατος να φιλονικούν
416
00:32:36,331 --> 00:32:38,542
αν ζουν ή αν πεθάναν.
417
00:32:49,219 --> 00:32:50,387
Αλίμονο!
418
00:32:52,347 --> 00:32:54,516
Φοβάμαι μήπως ξύπνησαν
και τίποτα δεν γίνει.
419
00:32:54,600 --> 00:32:57,269
Είν' η εκτέλεση ο φόβος, όχι η πράξη.
420
00:32:57,895 --> 00:32:58,979
Άκου.
421
00:32:59,062 --> 00:33:01,773
Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια.
Θα τα είδε!
Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια.
Θα τα είδε!
422
00:33:04,902 --> 00:33:06,278
Άνδρα μου.
423
00:33:08,488 --> 00:33:09,907
Τετέλεσται.
424
00:33:10,657 --> 00:33:12,326
Δεν άκουσες κανέναν κρότο;
425
00:33:12,409 --> 00:33:14,369
- Πότε;
- Τώρα.
426
00:33:14,453 --> 00:33:15,704
- Καθώς κατέβαινα;
- Ναι.
427
00:33:15,787 --> 00:33:16,788
Άκου.
428
00:33:20,334 --> 00:33:22,419
Ω θέαμα φρικτό.
429
00:33:23,045 --> 00:33:25,672
Ανοησία να λέγεις "Θέαμα φρικτό".
430
00:33:27,966 --> 00:33:31,553
Στον ύπνο ο ένας γέλασε, ο άλλος φώναξε
"Φονέας!" Ο ένας τον άλλον ξύπνησε.
431
00:33:31,637 --> 00:33:33,555
Στάθηκα ν' ακούσω.
432
00:33:33,639 --> 00:33:36,600
Αφού επροσευχήθηκαν,
τους ξαναπήρε ο ύπνος.
433
00:33:36,683 --> 00:33:37,809
Κοιμούνται μαζί εκεί.
434
00:33:37,893 --> 00:33:40,729
Ο ένας φώναξε "Βοήθειά μου ο Θεός"
435
00:33:41,730 --> 00:33:42,814
κι ο άλλος είπε "Αμήν",
436
00:33:42,898 --> 00:33:44,691
ωσάν να μ' είχαν δει με χέρια φονικά.
437
00:33:44,775 --> 00:33:48,028
Τους άκουγα που τρόμαζαν,
μα δεν μπορούσα να πω "Αμήν".
438
00:33:48,111 --> 00:33:49,404
Μην τα σκέφτεσαι αυτά.
439
00:33:49,488 --> 00:33:50,906
Γιατί δεν μπορούσα να το πω;
440
00:33:50,989 --> 00:33:54,660
Είχα ανάγκη τη θεία ευλογία
και το "Αμήν" στον λαιμό εσκάλωνε.
441
00:33:54,743 --> 00:33:56,954
Μη συλλογιέσαι τόσο αυτά τα πράγματα.
442
00:33:57,037 --> 00:34:00,040
Θα μας έρθει τρέλα.
Θα μας έρθει τρέλα.
443
00:34:00,123 --> 00:34:02,501
Σαν ν' άκουσα μια φωνή.
"Ύπνο δεν θα 'χεις πια.
444
00:34:04,086 --> 00:34:05,754
Εσκότωσε τον ύπνο ο Μάκβεθ".
445
00:34:05,838 --> 00:34:07,381
Τον ύπνο τον αθώο.
446
00:34:07,464 --> 00:34:10,467
Αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει
των φροντίδων,
447
00:34:10,551 --> 00:34:15,264
τον θάνατον στη ζωή της κάθε μέρας,
το λουτρό του κόπου,
448
00:34:15,347 --> 00:34:19,016
το βάλσαμο του νου του πονεμένου,
το άρτυμα της φύσεως,
449
00:34:19,101 --> 00:34:21,436
- τον μέγα τροφοδότη.
- Τι είναι αυτά που λες;
450
00:34:21,520 --> 00:34:24,022
Φώναζε "Ύπνο δεν θα 'χεις πια"
σ' ολόκληρο το σπίτι.
451
00:34:24,106 --> 00:34:28,025
"Τον ύπνο ο Γλάμης τον εσκότωσε,
δεν έχει πια να κοιμηθεί ο Καουδώρ,
452
00:34:30,987 --> 00:34:33,072
να κοιμηθεί ο Μάκβεθ".
453
00:34:33,156 --> 00:34:35,074
Ποιος τα έκραξε αυτά;
454
00:34:35,158 --> 00:34:38,661
Αγαπητέ μου θάνη,
λυγά η ευγενής καρδιά σου
455
00:34:38,745 --> 00:34:40,330
εάν σε αυτά τρέχει ο νους σου.
456
00:34:40,414 --> 00:34:43,917
Πήγαινε βρες νερό και ξέπλυνε αμέσως
από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρο καταδότη.
457
00:34:47,045 --> 00:34:49,172
Τι μου τα έφερες εδώ
τα δυο τα μαχαίρια;
458
00:34:49,255 --> 00:34:52,801
Πρέπει πλάι τους να μείνουν. Πήγαινέ τα
κι άλειψε με αίματα τους δούλους.
459
00:34:52,885 --> 00:34:55,429
Δεν ξαναπάω. Το τι έκανα
να το σκεφτώ με πιάνει τρόμος.
460
00:34:55,512 --> 00:34:56,847
Δεν τολμώ να το κοιτάξω πάλι.
461
00:34:56,929 --> 00:34:58,891
Μικρόψυχε.
462
00:34:58,974 --> 00:35:00,601
Δώσε σ' εμένα τα μαχαίρια.
Δώσε σ' εμένα τα μαχαίρια.
463
00:35:01,476 --> 00:35:03,937
Οι κοιμισμένοι κι οι νεκροί
είναι ωσάν εικόνες.
464
00:35:04,021 --> 00:35:06,481
Τον διάβολο ζωγραφιστό
μόνο παιδιά τον τρέμουν.
465
00:35:07,482 --> 00:35:10,777
Το πρόσωπο των δούλων θα πασαλείψω αίμα,
να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.
466
00:35:11,653 --> 00:35:14,990
Τα χέρια μου κοκκίνισαν,
μα θα ντρεπόμουν την καρδιά αγνή να έχω.
467
00:35:24,249 --> 00:35:25,584
Ποιος να χτυπά;
468
00:35:28,170 --> 00:35:30,964
Τι έπαθα και με κατατρομάζει κάθε βοή;
469
00:35:32,508 --> 00:35:36,678
Τι είν' αυτά τα χέρια; Με στραβώνουν.
470
00:35:38,639 --> 00:35:43,018
Μπορεί του Ποσειδώνα ο άπειρος ωκεανός
το αίμα να ξεπλύνει απ' το χέρι μου;
471
00:35:43,101 --> 00:35:48,232
Όχι! Το χέρι τούτο
το πέλαγος τ' απέραντο θα καταπορφυρώσει,
472
00:35:48,315 --> 00:35:50,526
θα κάνει κατακόκκινα
τα γαλανά νερά του
473
00:35:55,822 --> 00:35:57,950
Κάλλιο να μην ήξερα την ύπαρξή μου.
474
00:35:59,159 --> 00:36:00,953
Ξύπνα τον Δώγκαν με τον κρότο σου!
Ξύπνα τον Δώγκαν με τον κρότο σου!
475
00:36:02,496 --> 00:36:03,830
Είθε να μπορούσες.
476
00:36:18,428 --> 00:36:20,556
Χτύπημα όντως ήταν.
477
00:36:29,273 --> 00:36:31,733
Αν ήταν να κάνει κανείς
τον θυρωρό στην Κόλαση,
478
00:36:31,817 --> 00:36:34,027
ησυχία δεν θα 'χε.
479
00:36:36,238 --> 00:36:37,239
Χτύπα!
480
00:36:37,322 --> 00:36:40,284
Ποιος είναι εκεί, στο όνομα του Βελζεβούλ;
481
00:36:41,034 --> 00:36:45,330
Ίσως κανείς μυλωνάς που κρεμάστηκε
περιμένοντας την εφορία.
482
00:36:45,414 --> 00:36:48,625
Καλώς όρισες. Εδώ θα ιδροκοπήσεις.
483
00:36:50,377 --> 00:36:51,962
Χτύπα.
484
00:36:52,045 --> 00:36:56,466
Θα 'ναι κανείς διπρόσωπος
που παίρνει όρκο για όλα,
485
00:36:56,550 --> 00:36:58,677
κι όμως δεν κατόρθωσε
ν' ανεβεί στον Ουρανό.
486
00:37:00,304 --> 00:37:01,638
Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε.
487
00:37:02,389 --> 00:37:04,516
Χτύπα. Ποιος είναι;
488
00:37:05,267 --> 00:37:09,271
Ω θα 'ναι κανείς Άγγλος ράπτης
και θα 'κλεψε πανί από βράκα γαλλική.
489
00:37:09,354 --> 00:37:12,900
Πέρασε, ράπτη.
Να πυρώσεις εδώ το σίδερό σου.
490
00:37:15,360 --> 00:37:17,237
Χτύπα. Σ' ησυχία δεν μ' αφήνουν.
491
00:37:19,364 --> 00:37:21,992
Ω μα δεν είναι Κόλαση εδώ με τόσο κρύο.
492
00:37:22,075 --> 00:37:25,871
Δεν κάνω πια κι εγώ
τον θυρωρό του διαβόλου. Όχι!
493
00:37:27,664 --> 00:37:29,333
Μην ξεχνάτε τον θυρωρό.
494
00:37:29,416 --> 00:37:32,544
Τόσο αργά επλάγιασες που δεν σου έκανε
καρδιά το στρώμα να αφήσεις;
495
00:37:32,628 --> 00:37:34,713
Μα την πίστη μου,
το διασκεδάσαμε ως το πρωί.
496
00:37:34,796 --> 00:37:37,216
Και το ποτό, κύριε,
τρία πράγματα σου φέρνει.
497
00:37:37,299 --> 00:37:41,720
- Ποια;
- Κόκκινη μύτη, ύπνο και συχνοουρία.
498
00:37:42,346 --> 00:37:44,806
Κι η λαγνεία, κύριε.
Προκαλεί και γαληνεύει.
499
00:37:44,890 --> 00:37:48,435
Προκαλεί τη λαχτάρα,
μα καταπνίγει την απόδοση.
500
00:37:48,519 --> 00:37:52,064
Ούτως ειπείν, το πολύ ποτό
κάνει τη λαγνεία διπρόσωπη.
501
00:37:52,147 --> 00:37:55,234
Σε ορθώνει και σε καταστρέφει,
σε ωθεί και σε τραβά.
502
00:37:55,317 --> 00:38:00,864
Σε πείθει και σε αποκαρδιώνει,
σε κάνει να στέκεσαι και σε γκρεμίζει.
Σε πείθει και σε αποκαρδιώνει,
σε κάνει να στέκεσαι και σε γκρεμίζει.
503
00:38:04,701 --> 00:38:11,166
Εν κατακλείδι, σε βάζει για ύπνο
κι αφού σου ενσταλάξει το ψέμα, φεύγει.
504
00:38:11,250 --> 00:38:13,836
Μάλλον το ποτό σού ενστάλαξε τον ύπνο.
505
00:38:19,716 --> 00:38:21,009
Καλή σας μέρα κι αγαθή.
506
00:38:25,347 --> 00:38:27,015
Ακόμη δεν εξύπνησε ο βασιλεύς;
507
00:38:28,725 --> 00:38:29,726
Ακόμη.
508
00:38:30,853 --> 00:38:34,815
Να τον ξυπνήσω πρόσταξε πρωί πρωί.
Φοβούμαι μην άργησα.
509
00:38:38,402 --> 00:38:39,736
Θα μπω με την άδειά του.
510
00:38:41,029 --> 00:38:43,115
Ο βασιλεύς θ' αναχωρήσει σήμερα;
511
00:38:43,991 --> 00:38:45,784
Ναι. Αυτός είν' ο σκοπός του.
512
00:38:47,119 --> 00:38:49,037
Τι νύχτ' απόψε τρομερή.
513
00:38:52,416 --> 00:38:54,710
Η βία του ανέμου γκρέμισε τις καμινάδες.
514
00:38:56,336 --> 00:39:00,424
Λένε ότι ακούστηκαν στον αέρα θρήνοι.
Λένε ότι ακούστηκαν στον αέρα θρήνοι.
515
00:39:00,507 --> 00:39:06,680
Κραυγές θανάτου φοβερές,
σαν να προμηνύουν ελεεινή καταστροφή,
516
00:39:06,763 --> 00:39:10,225
ανήκουστα συμβάντα
στους δύσμοιρους καιρούς μας.
517
00:39:11,059 --> 00:39:12,269
Και το δυσοίωνο πουλί…
518
00:39:12,352 --> 00:39:14,855
- Μεγαλειότατε;
- έκρωζε όλη νύχτα.
519
00:39:15,731 --> 00:39:20,611
Κι η γη, καθώς μου είπαν,
είχε κι αυτή παροξυσμό και έτρεμε.
520
00:39:22,738 --> 00:39:24,406
Ήταν άγρια νύχτα.
521
00:39:24,489 --> 00:39:28,285
Φρίκη!
522
00:39:29,244 --> 00:39:32,039
Να πει δεν δύναται η γλώσσα,
να το χωρέσει ο νους δεν μπορεί.
523
00:39:32,122 --> 00:39:35,334
- Τι είναι;
- Το χάος ξεπέρασε τα κατορθώματά του.
524
00:39:35,417 --> 00:39:38,962
Με χέρια ιερόσυλα εχώθηκε ο φόνος
στου κυρίου τον ναό
525
00:39:39,046 --> 00:39:40,672
και έκλεψε του κτίσματος την ύπαρξη.
526
00:39:40,756 --> 00:39:41,882
Τι εννοείς; Ο βασιλέας;
527
00:39:41,965 --> 00:39:44,051
Ελάτε να δείτε,
νέα Μέδουσα θα σας τυφλώσει!
528
00:39:44,134 --> 00:39:47,304
Μη μου ζητάτε να σας πω, πηγαίνετε,
δείτε κι έπειτα μιλήστε.
529
00:39:47,387 --> 00:39:51,183
Σηκωθείτε! Σημάνετε το σήμαντρο!
530
00:39:52,768 --> 00:39:54,019
Φόνος και προδοσία!
531
00:39:54,603 --> 00:40:00,067
Σηκωθείτε, ωσάν από τα σάβανά σας
κι ελάτε ν' αντικρίσετε τη φρίκη!
Σηκωθείτε, ωσάν από τα σάβανά σας
κι ελάτε ν' αντικρίσετε τη φρίκη!
532
00:40:03,070 --> 00:40:07,324
Βάγκε! Δονολβέν! Μάλκολμ! Ξυπνήστε!
533
00:40:07,407 --> 00:40:10,619
Σηκωθείτε να δείτε την εικόνα της κρίσης!
534
00:40:11,912 --> 00:40:13,997
Μάλκολμ! Βάγκε!
535
00:40:16,625 --> 00:40:18,961
Αν ήταν να πέθαινα πριν τούτου μία ώρα…
536
00:40:20,504 --> 00:40:22,047
θα έλεγα ότι έζησα ζωή ευτυχισμένη.
537
00:40:24,591 --> 00:40:25,884
Στο εξής
538
00:40:25,968 --> 00:40:28,804
στα εγκόσμια ουσία δεν βρίσκω.
Όλα είναι μάταια.
539
00:40:28,887 --> 00:40:30,222
Τι συμβαίνει
540
00:40:30,305 --> 00:40:32,975
και το σήμαντρο μας κράζει
απ' τον ύπνο μας όλους;
541
00:40:33,058 --> 00:40:35,894
- Η δόξα και η χάρη πέθαναν.
- Μίλα!
542
00:40:35,978 --> 00:40:38,397
Στέρεψε ο οίνος της ζωής
543
00:40:38,480 --> 00:40:41,817
κι απέμεινε μοναχά το κατακάθι
στο άψυχο κουφάρι.
544
00:40:41,900 --> 00:40:44,111
Βάγκε.
545
00:40:44,695 --> 00:40:46,154
Τον αφέντη μας εσκότωσαν.
546
00:40:46,238 --> 00:40:48,782
Ωιμέ! Αλίμονο!
547
00:40:48,866 --> 00:40:51,660
- Στη στέγη μας;
- Φρικτό όπου κι αν είναι.
548
00:40:52,536 --> 00:40:55,581
- Ποιος κακόπαθε;
- Εσύ, και δεν το ξέρεις.
549
00:40:56,290 --> 00:41:00,878
Του αίματός σου η πηγή,
η κεφαλή, η βρύση, εστείρευσε.
Του αίματός σου η πηγή,
η κεφαλή, η βρύση, εστείρευσε.
550
00:41:00,961 --> 00:41:03,088
Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου.
551
00:41:04,006 --> 00:41:05,340
Ο πατέρας σου…
552
00:41:06,258 --> 00:41:07,718
φονεύθηκε.
553
00:41:11,722 --> 00:41:12,723
Από ποιον;
554
00:41:12,806 --> 00:41:15,517
Οι φύλακές του φαίνεται πως το 'καναν.
555
00:41:16,018 --> 00:41:19,229
Ματωμένα έχουν τα πρόσωπα
και τα χέρια τους.
556
00:41:19,313 --> 00:41:22,357
Όμως μετανιώνω που στην έξαψή μου
τους σκότωσα και τους δυο.
557
00:41:24,151 --> 00:41:25,944
- Γιατί;
- Γιατί το έκανες;
558
00:41:29,031 --> 00:41:31,909
Ποιος δύναται έξω φρενών
και φρόνιμος να είναι,
559
00:41:32,993 --> 00:41:37,331
ήμερος και άγριος, αφοσιωμένος και ψυχρός
όλα μαζί σε μια στιγμή;
560
00:41:38,123 --> 00:41:39,249
Κανείς.
561
00:41:41,001 --> 00:41:45,672
Στην έξαψή μου
ο χαλινός του λογικού δεν με κρατούσε πια.
562
00:41:45,756 --> 00:41:48,550
Νεκρός εκεί ο Δώγκαν,
563
00:41:49,801 --> 00:41:52,930
με τ' ασημένιο δέρμα κεντητό
απ' το χρυσό του αίμα.
564
00:41:53,639 --> 00:41:59,144
Κι οι ανοιχτές πληγές του μου φαίνονταν
να χάσκουν, της φύσεως χαλάστρες.
565
00:41:59,228 --> 00:42:04,107
Κι εκεί οι δολοφόνοι του,
στο χρώμα βουτηγμένοι του φόνου,
Κι εκεί οι δολοφόνοι του,
στο χρώμα βουτηγμένοι του φόνου,
566
00:42:04,816 --> 00:42:08,820
με τα μαχαίρια τους αιματοτυλιγμένα.
567
00:42:09,321 --> 00:42:12,491
Ποιος εκεί τη δύναμη να κρατηθεί θα είχε,
καρδιά αν είχε ν' αγαπά,
568
00:42:14,201 --> 00:42:19,289
και στην καρδιά την τόλμη
να δείξει την αγάπη του;
569
00:42:21,250 --> 00:42:23,126
Δείτε την αρχόντισσα.
570
00:42:23,210 --> 00:42:26,213
Εμείς, τα σώματά μας αφού τα προφυλάξουμε
απ' τη γυμνότητά τους,
571
00:42:26,296 --> 00:42:30,843
εδώ ας ανταμώσουμε, να κάνουμε έρευνες,
αυτή να εξετάσουμε τη φρικαλέα πράξη.
572
00:42:41,645 --> 00:42:43,480
Τη γλώσσα τι κρατούμε,
573
00:42:43,564 --> 00:42:45,858
ενώ προ πάντων σε εμάς εδώ ανήκει λόγος;
574
00:42:45,941 --> 00:42:46,984
Ας φύγουμε.
575
00:42:47,651 --> 00:42:50,404
- Δεν μέστωσε το δάκρυ μας.
- Απ' αυτούς ν' απέχουμε προτείνω.
576
00:42:50,487 --> 00:42:53,824
Στον άπιστο είν' εύκολο
να προσποιείται λύπη.
577
00:42:54,408 --> 00:42:56,577
- Πάω στην Αγγλία εγώ.
- Εγώ, στην Ιρλανδία.
578
00:42:57,536 --> 00:43:00,080
Ασφαλέστερη χωριστά η τύχη καθενός μας.
Ασφαλέστερη χωριστά η τύχη καθενός μας.
579
00:43:00,664 --> 00:43:01,874
Εδώ…
580
00:43:03,250 --> 00:43:05,002
μαχαίρια κρύβονται στα χαμογέλια μέσα.
581
00:43:05,085 --> 00:43:07,004
Τα δε συγγενικότερα βαθύτερα πληγώνουν.
582
00:43:07,087 --> 00:43:09,965
Το βέλος στο σημάδι του δεν έπεσε ακόμη.
583
00:43:10,048 --> 00:43:12,050
Καλό να τ' αποφύγουμε.
584
00:43:12,134 --> 00:43:15,971
Στ' άλογα, λοιπόν.
Χαιρετισμοί κι ευγένειες ας λείψουν.
585
00:43:54,843 --> 00:43:56,512
Να κι ο Μακδώφ.
586
00:44:05,187 --> 00:44:06,855
Κύριε, ο κόσμος πώς τα πάει;
587
00:44:08,315 --> 00:44:11,026
Τους φονείς τους βρήκαν τίνες είναι;
588
00:44:11,109 --> 00:44:13,195
Εκείνοι που σκότωσε ο Μάκβεθ.
589
00:44:13,278 --> 00:44:16,740
Ω Θεέ μου! Και τι καλό επρόσμεναν;
590
00:44:16,823 --> 00:44:18,242
Άλλοι τους είχαν βάλει.
591
00:44:19,076 --> 00:44:22,538
Ο Μάλκολμ κι ο Δονολβέν,
του βασιλέως τα παιδιά κρυφά έφυγαν.
592
00:44:22,621 --> 00:44:25,290
Γεννούν υποψία ότ' είν' εκείνοι ένοχοι.
593
00:44:25,374 --> 00:44:30,420
Και βασιλεύς θα γίνει ίσως ο Μάκβεθ;
594
00:44:30,504 --> 00:44:34,132
Έγινε και εις τον Δουνσινάνη επήγε
για τη στέψη.
595
00:44:34,216 --> 00:44:35,217
Κι εσύ εκεί πηγαίνεις;
596
00:44:36,510 --> 00:44:38,846
Όχι, ξάδελφε. Για το Φάιφ ξεκινώ.
597
00:44:40,055 --> 00:44:41,056
Καλώς…
598
00:44:43,433 --> 00:44:44,434
Εγώ θα πάω εκεί.
599
00:44:45,269 --> 00:44:48,021
Είθε να βγουν σε καλό
όσα εκεί θα γίνουν. Αντίο.
600
00:44:49,648 --> 00:44:52,484
Είθε καλύτερη απ' την πρώτη μας
η νέα φορεσιά μας.
601
00:44:57,447 --> 00:45:00,576
Αυτός που και λίγο μυαλό έχει
Αυτός που και λίγο μυαλό έχει
602
00:45:01,118 --> 00:45:04,246
Με λιακάδα, με άνεμο ή βροχή
603
00:45:05,080 --> 00:45:09,668
Πρέπει να χαίρεται
Με όσα του φυλά η τύχη
604
00:45:10,961 --> 00:45:15,591
Η βροχή θα σταλάζει κάθε μέρα
605
00:45:30,981 --> 00:45:33,692
Εξήκοντα και δέκα χρόνια
πολύ καλά θυμούμαι,
606
00:45:34,902 --> 00:45:41,867
στο διάστημα της μακρινής μου πείρας
έχω δει φρικαλέα και παράδοξα πολλά.
607
00:45:43,035 --> 00:45:48,790
Μα τούτη η άγρια νύχτα
ξεπέρασε κάθε τι που εγνώρισα.
608
00:45:50,083 --> 00:45:51,251
Γέρε μου, αγαθέ.
609
00:45:53,045 --> 00:45:54,922
Ο ουρανός, δες τον,
610
00:45:55,005 --> 00:46:00,052
ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου,
το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένο.
ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου,
το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένο.
611
00:46:00,135 --> 00:46:01,845
Να λάμπει τώρα έπρεπε φως της ημέρας
612
00:46:02,971 --> 00:46:06,183
κι όμως σβήνει το σκότος της νυχτός
τον ταξιδιάρη λύχνο.
613
00:46:07,768 --> 00:46:13,148
Η μέρα μην εντρέπεται;
Ή θριαμβεύει η νύχτα,
614
00:46:13,732 --> 00:46:16,360
κι αντί ν' ασπάζεται τη γη
το φως το ζωογόνο,
615
00:46:16,443 --> 00:46:18,028
το πρόσωπό του έκρυψε στο σκότος;
616
00:46:18,111 --> 00:46:21,323
Και τούτο είν' αφύσικο
σαν το έγκλημα που έγινε.
617
00:46:24,284 --> 00:46:29,414
Την περασμένη Τρίτη,
εκεί που υπερήφανα πετούσ' ένα γεράκι,
618
00:46:29,498 --> 00:46:32,668
μια κουκουβάγια τ' άρπαξε
και το 'κανε κομμάτια.
619
00:46:33,335 --> 00:46:38,590
Κι' αυτά του Δώγκαν τ' άλογα,
παράδοξο κι όμως αληθινό,
620
00:46:39,466 --> 00:46:41,468
ζώα λαμπρά,
621
00:46:41,552 --> 00:46:45,222
το άνθος των αλόγων, αγρίευσαν,
622
00:46:45,305 --> 00:46:49,351
έσπασαν τους στάβλους τους και βγήκαν,
ακράτητα κι επαναστατημένα,
623
00:46:49,434 --> 00:46:52,688
σαν να 'θελαν πόλεμο
να κάνουν στους ανθρώπους.
624
00:46:58,193 --> 00:47:00,362
Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν.
Το ένα τ' άλλο έφαγε, μου είπαν.
625
00:47:39,443 --> 00:47:40,736
Ιδού, λοιπόν.
626
00:47:42,487 --> 00:47:45,365
Βασιλεύς, Καουδώρ,
627
00:47:46,533 --> 00:47:47,784
Γλάμης…
628
00:47:49,912 --> 00:47:52,414
Όλα όπως τα προμήνυσαν οι τρεις γυναίκες.
629
00:47:55,209 --> 00:47:57,920
Και φοβούμαι πως το παν επρόδωσες
για να τ' αποκτήσεις.
630
00:48:00,923 --> 00:48:03,759
Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρεί αυτά
η γενεά σου,
631
00:48:03,842 --> 00:48:08,639
κι εγώ θα γίνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.
632
00:48:09,389 --> 00:48:11,308
Εάν από το στόμα τους εξέρχεται αλήθεια,
633
00:48:12,518 --> 00:48:15,562
καθώς σου το απέδειξαν
τα λόγια τους, ω Μάκβεθ,
634
00:48:18,023 --> 00:48:21,527
εάν οι προφητείες τους αλήθευσαν σ' εσένα,
635
00:48:21,610 --> 00:48:27,449
σ' εμένα γιατί να μην επαληθεύσουν;
Εγώ να μην ελπίζω;
636
00:48:30,536 --> 00:48:31,912
Αλλ' όμως σιωπή! Όχι άλλο.
637
00:48:48,136 --> 00:48:50,472
Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος.
638
00:48:51,598 --> 00:48:55,227
Αν έλειπε, μέγα κενό θα είχε η γιορτή μας,
639
00:48:55,310 --> 00:48:57,187
το παν θα ήταν ανάρμοστο.
640
00:48:57,271 --> 00:49:00,566
Θα έχουμε απόψε επίσημο συμπόσιο.
Σε προσκαλώ να έρθεις.
Θα έχουμε απόψε επίσημο συμπόσιο.
Σε προσκαλώ να έρθεις.
641
00:49:01,900 --> 00:49:03,360
Σκοπεύεις να ιππεύσεις;
642
00:49:04,111 --> 00:49:05,112
Μάλιστα, κύριέ μου.
643
00:49:05,195 --> 00:49:07,197
Θα ήθελα πολύ τη γνώμη σου σε κάτι.
644
00:49:07,281 --> 00:49:10,492
Την έβρισκα πάντοτε σωστή και γνωστική.
645
00:49:10,576 --> 00:49:12,828
Μα ες αύριον αυτά.
646
00:49:13,620 --> 00:49:14,663
Κι ως πού πηγαίνεις;
647
00:49:14,746 --> 00:49:18,417
Ως εκεί που να περάσει η ώρα
έως το δείπνο.
648
00:49:19,042 --> 00:49:20,377
Μα τ' άλογό μου δεν τρέχει,
649
00:49:20,460 --> 00:49:24,381
μια ώρα ή και δυο θα κλέψω απ' τη νύχτα.
650
00:49:26,341 --> 00:49:27,467
Απ' το συμπόσιο μη λείψεις.
651
00:49:28,135 --> 00:49:29,386
Όχι, κύριέ μου.
652
00:49:29,469 --> 00:49:32,556
Μαθαίνω ότι έφυγαν οι δύο ξάδελφοί μου
στην Ιρλανδία και στην Αγγλία,
653
00:49:32,639 --> 00:49:34,975
χωρίς την αμαρτία τους να εξομολογήσουν.
654
00:49:35,475 --> 00:49:36,560
Αλλά ες αύριον αυτά,
655
00:49:36,643 --> 00:49:39,563
θα έχουμε κι άλλα να κοιτάξουμε
συμφέροντα του κράτους.
656
00:49:39,646 --> 00:49:42,441
Πήγαινε τώρα και καλή επιστροφή το βράδυ.
657
00:49:47,070 --> 00:49:48,280
Μαζί κι ο Φλίανς θα έρθει;
658
00:49:53,118 --> 00:49:54,119
Μάλιστα, κύριέ μου.
659
00:49:54,203 --> 00:49:56,830
Γοργά να είναι τ' άλογά σας
και ασφαλή τα πόδια τους.
660
00:49:57,497 --> 00:49:59,833
Σας παραδίδω στις ράχες τους.
661
00:50:02,544 --> 00:50:03,545
Η ώρα σας καλή.
662
00:50:09,426 --> 00:50:11,220
Εφάνηκαν οι άνθρωποι εκείνοι;
663
00:50:12,429 --> 00:50:14,848
Μάλιστα, κύριέ μου.
664
00:50:21,438 --> 00:50:23,273
Χθες μ' εσάς δεν ήταν που τα είπα;
665
00:50:24,024 --> 00:50:25,859
- Μάλιστα.
- Ορθώς, μεγαλειότατε.
666
00:50:25,943 --> 00:50:28,612
Λοιπόν; Σκεφτήκατε όσα είπα;
667
00:50:31,156 --> 00:50:35,369
Ο Βάγκος, να το ξέρετε,
τα περασμένα χρόνια,
668
00:50:35,869 --> 00:50:38,121
εκείνος σας κατέτρεξε.
669
00:50:38,205 --> 00:50:40,666
Όχι εγώ, καθώς νομίζετε. Εγώ είμαι αθώος.
670
00:50:40,749 --> 00:50:44,211
Αυτό σας το απέδειξα,
τα πάντα σας εξήγησα,
671
00:50:44,294 --> 00:50:47,673
το ποιος και πώς σας έπαιξε,
τι μέσα, τι απάτη,
672
00:50:47,756 --> 00:50:50,050
ποιος σφυρηλάτησε τα έργα τούτα,
673
00:50:50,133 --> 00:50:54,388
ώστε καθένας, μισή ψυχή κι αν έχει, να πει
674
00:50:54,471 --> 00:50:55,848
"Αυτά τα έπραξε ο Βάγκος".
675
00:50:55,931 --> 00:50:57,599
Μας τα είπες.
676
00:50:57,683 --> 00:51:01,895
Και πήγα και μακρύτερα,
γι' αυτόν τον λόγο σας ξανάφερα εδώ.
Και πήγα και μακρύτερα,
γι' αυτόν τον λόγο σας ξανάφερα εδώ.
677
00:51:03,522 --> 00:51:07,526
Τόσο μεγάλη υπομονή σάς κυριεύει,
ώστε να παραβλέψετε αυτό;
678
00:51:10,195 --> 00:51:12,197
Είστε τόσο…
679
00:51:12,281 --> 00:51:16,660
ενάρετοι, ώστε εσείς προσεύχεστε
γι' αυτόν και τα παιδιά του,
680
00:51:16,743 --> 00:51:20,539
που άνοιξε τον τάφο σας
και τη ζητιανιά σάς έφερε για πάντα;
681
00:51:20,622 --> 00:51:22,749
Άνδρες είμαστε, κύριέ μου.
682
00:51:22,833 --> 00:51:25,335
Ναι, στα χαρτιά ως άνδρες λογαριάζεστε.
683
00:51:25,419 --> 00:51:30,424
Κι εσάς απ' τον σωρό αν σας χωρίζει κάτι,
εάν στην ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είστε,
684
00:51:30,507 --> 00:51:32,467
πείτε το,
κι εγώ θα σας ξεμυστερεύσω πράγμα
685
00:51:32,551 --> 00:51:34,803
που αν εκτελεστεί, θα φάει τον εχθρό σας.
686
00:51:34,887 --> 00:51:37,014
Είμαι άνδρας, αφέντη μου,
687
00:51:37,097 --> 00:51:40,559
αγριεμένος τόσο από του κόσμου τ' άδικα,
688
00:51:40,642 --> 00:51:42,853
ώστε τα πάντα τ' αψηφώ στο πείσμα του.
689
00:51:42,936 --> 00:51:44,104
Κι εγώ ομού.
690
00:51:44,188 --> 00:51:47,149
Η συμφορά μ' απέκαμε,
μ' έδειρ' η τύχη τόσο,
691
00:51:47,232 --> 00:51:51,904
που τη ζωή μου παίζω
και ή την ξεφορτώνομαι ή την καλυτερεύω.
692
00:51:53,780 --> 00:51:56,325
Κι οι δυο σας το γνωρίζετε.
Εχθρός σας είναι ο Βάγκος.
693
00:51:59,119 --> 00:52:00,120
Ορθώς, κύριέ μου.
Ορθώς, κύριέ μου.
694
00:52:01,330 --> 00:52:02,789
Κι εχθρός δικός μου είναι.
695
00:52:03,373 --> 00:52:04,875
Τόσο ματωμένος εχθρός,
696
00:52:04,958 --> 00:52:09,338
που όσο ζει και αναπνέει,
κάθε στιγμή του μαχαιριά στη ζωή μου.
697
00:52:09,838 --> 00:52:13,091
Από το πρόσωπο της γης
μπορούσα να τον σβήσω
698
00:52:13,175 --> 00:52:15,719
και νόμος μου να είν' η θέλησή μου.
Πλην δεν θα το πράξω.
699
00:52:15,802 --> 00:52:19,431
Ιδού ο λόγος γιατί ζητώ τη συνδρομή σας,
700
00:52:19,515 --> 00:52:23,769
ώστε το πράγμα να κρυφτεί
για λόγους πολλούς και σοβαρούς.
701
00:52:23,852 --> 00:52:26,647
Ό,τι θέλεις, κύριέ μου. Στις διαταγές σου.
702
00:52:26,730 --> 00:52:27,814
Κι αν με τη ζωή μας…
703
00:52:27,898 --> 00:52:29,942
Λάμπει η ψυχή στα μάτια σας.
704
00:52:30,025 --> 00:52:32,861
Το πράγμα πρέπει αυτήν τη νύχτα να γίνει.
Μακριά απ' το παλάτι.
705
00:52:32,945 --> 00:52:35,405
Να έχετε στον νου
ότι ανάγκη είναι να φανώ αθώος.
706
00:52:35,489 --> 00:52:39,493
Μη μείνει εις το έργο μας
ή ρόζος ή σχισμάδα,
707
00:52:40,702 --> 00:52:45,207
πρέπει συγχρόνως και ο Φλίανς
να ασπαστεί την ίδια μοίρα.
708
00:52:47,626 --> 00:52:49,169
Την απόφαση την πήραμε.
709
00:52:53,215 --> 00:52:54,716
Μπορείτε να πηγαίνετε.
710
00:53:12,109 --> 00:53:13,610
Έφυγε ο Βάγκος;
711
00:53:13,694 --> 00:53:16,321
Μάλιστα, κυρά, αλλά το βράδυ επιστρέφει.
712
00:53:23,078 --> 00:53:24,371
Πώς είσαι, κύριέ μου;
713
00:53:26,456 --> 00:53:28,417
Κατάμονος τι μένεις;
714
00:53:28,500 --> 00:53:31,295
Με θλιβερά φαντάσματα
για συντροφιά σου μόνο,
715
00:53:32,129 --> 00:53:35,757
και στοχασμούς που θα 'πρεπε
να είν' κι αυτοί θαμμένοι;
716
00:53:36,258 --> 00:53:38,552
Όσα δεν έχουν γιατρικό,
να λησμονούνται πρέπει.
717
00:53:38,635 --> 00:53:40,345
Ό,τι έγινε, έγινε.
718
00:53:41,763 --> 00:53:44,850
Εκόψαμε το φίδι, μα δεν το σκοτώσαμε.
719
00:53:46,268 --> 00:53:47,978
Θα γιατρευτεί η πληγή του,
720
00:53:48,061 --> 00:53:52,024
κι ο κίνδυνος και πάλι του δοντιού του
τον δόλο μας τον μάταιο θα ξαναφοβερίζει.
721
00:53:53,567 --> 00:53:56,069
Καλύτερα με τους αποθαμένους,
που στείλαμε εμείς
722
00:53:56,153 --> 00:54:00,824
στου τάφου την ειρήνη, παρά τον νου μας
βάσανα αιώνια να τρώγουν.
στου τάφου την ειρήνη, παρά τον νου μας
βάσανα αιώνια να τρώγουν.
723
00:54:02,743 --> 00:54:04,411
Ο Δώγκαν αναπαύεται στο μνήμα του.
724
00:54:04,494 --> 00:54:07,164
Μετά του βίου τον παροξυσμό, κοιμάται.
725
00:54:08,373 --> 00:54:11,376
Η προδοσία έπραξε τα χείριστα.
Μαχαίρι ούτε φαρμάκι,
726
00:54:11,460 --> 00:54:16,840
μηδέ των συγγενών ή ξένων δόλος
δεν τον αγγίζουν άλλο.
727
00:54:16,924 --> 00:54:22,012
Έλα. Αυτά τ' αγριεμένα μάτια σου
απάλυνέ τα.
728
00:54:22,554 --> 00:54:25,599
Στο δείπνο κοίτα εύθυμος
και ζωηρός να είσαι.
729
00:54:28,268 --> 00:54:31,104
Ω την ψυχή μου έχω σκορπιούς γεμάτη.
730
00:54:32,231 --> 00:54:36,068
Μάθε ότι ο Βάγκος και το τέκνο του
ακόμα ζουν.
731
00:54:36,151 --> 00:54:39,321
Κάτι βασιλικό έχει πάνω του,
που προκαλεί τον φόβο.
732
00:54:39,404 --> 00:54:41,406
Τα πάντα δύναται να τολμήσει.
733
00:54:43,033 --> 00:54:44,952
Και στην ακαταδάμαστη
ανδρεία της ψυχής του
734
00:54:45,035 --> 00:54:47,871
υπάρχει και η φρόνηση που οδηγεί ασφαλώς
την άσβεστη ορμή του.
735
00:54:47,955 --> 00:54:50,999
Μόνο αυτόν φοβούμαι.
736
00:54:51,083 --> 00:54:53,752
Άφησέ τα αυτά.
737
00:54:55,671 --> 00:54:59,216
Επέπληξε τις αδελφές
βασιλέα όταν με πρωτοχαιρέτισαν.
738
00:54:59,299 --> 00:55:01,176
Να του μιλήσουν πρόσταξε.
Να του μιλήσουν πρόσταξε.
739
00:55:01,760 --> 00:55:07,558
Κι εκείνες τον προφήτευσαν
πατέρα βασιλέων.
740
00:55:07,641 --> 00:55:10,269
Στην κεφαλή μου έβαλαν άκαρπο στέμμα,
741
00:55:10,352 --> 00:55:12,104
στείρο σκήπτρο μου δώσαν να κρατώ,
742
00:55:12,187 --> 00:55:14,690
για να μου αφαιρεθεί κατόπιν από ξένους,
743
00:55:14,773 --> 00:55:16,692
χωρίς να έχω τέκνο μου εγώ
για διάδοχό μου.
744
00:55:16,775 --> 00:55:21,363
Προς χάριν της γενιάς του Βάγκου,
την ψυχή μου την εκδήλωσα.
745
00:55:21,864 --> 00:55:23,866
Τον Δώγκαν τον εσκότωσα.
746
00:55:23,949 --> 00:55:27,077
Φαρμάκια γέμισα
τις φλέβες της γαλήνιας καρδιάς μου.
747
00:55:27,160 --> 00:55:30,497
Στον αντίπαλο του ανθρώπου παρέδωσα
τ' αθάνατο κειμήλιό μου,
748
00:55:30,581 --> 00:55:32,332
για να γίνουν βασιλείς εκείνοι!
749
00:55:33,959 --> 00:55:37,254
Οι σπόροι του Βάγκου, βασιλείς!
750
00:55:37,880 --> 00:55:40,299
Αιώνιο συμβόλαιο με τη ζωή δεν έχουν.
751
00:55:40,382 --> 00:55:41,800
Τα πάντα δεν εχάθηκαν.
752
00:55:43,218 --> 00:55:46,430
Αθάνατοι δεν είναι. Κάνε κι εσύ καρδιά.
753
00:55:48,432 --> 00:55:51,685
Πριν αρχίσει να πετά η τυφλή η νυχτερίδα,
754
00:55:52,477 --> 00:55:55,063
πριν κράξει τον ασκάθαρο η σκοτεινή Εκάτη,
755
00:55:55,147 --> 00:55:58,483
το νυσταγμένο σήμαντρο της νύχτας
πριν βουΐσει,
756
00:55:58,567 --> 00:56:00,777
πράγμα φρικτό και φοβερό θα γίνει.
πράγμα φρικτό και φοβερό θα γίνει.
757
00:56:02,487 --> 00:56:03,947
Τι θα γίνει;
758
00:56:04,531 --> 00:56:06,575
Καλύτερα εσύ να μη γνωρίζεις,
759
00:56:07,701 --> 00:56:09,494
ώσπου χαρά να πάρεις σαν θα γίνει.
760
00:56:11,747 --> 00:56:13,290
Έλα, ω νύχτα σκοτεινή,
761
00:56:14,333 --> 00:56:18,712
το πέπλο σου ρίξε στα μάτια
της αγαθής ημέρας.
762
00:56:19,588 --> 00:56:22,174
Με αόρατο χέρι κι αιματόρροο
763
00:56:23,050 --> 00:56:27,304
να σκίσεις το συμβόλαιο
που με κρατά λιπόψυχο.
764
00:56:28,263 --> 00:56:29,431
Πήζει το φως.
765
00:56:30,390 --> 00:56:32,893
Ο κόρακας παίρνει το πέταγμά του
στο δάσος του.
766
00:56:34,311 --> 00:56:36,605
Τα έργα τα ωραία της μέρας
κουρνιάζουν στη γαλήνη,
767
00:56:36,688 --> 00:56:39,525
καθώς του σκότους τα δαιμόνια
ξυπνούν για τη βορά τους.
768
00:56:40,776 --> 00:56:43,612
Αν και θαυμάζεις όσα λέω, μείνε ήρεμη.
769
00:56:47,032 --> 00:56:50,619
Ό,τι με το κακό έχει σπαρθεί,
με το κακό θ' ανθίσει.
770
00:57:28,073 --> 00:57:29,992
Ποιος σ' έστειλε κοντά μας;
771
00:57:30,951 --> 00:57:32,202
Ο Μάκβεθ.
772
00:57:33,412 --> 00:57:36,123
Γιατί να τον υποπτευόμαστε;
Αφού σωστά τα λέγει,
773
00:57:36,206 --> 00:57:38,542
τι έχουμε να κάνουμε ορθώς το παραγγέλνει.
774
00:57:39,168 --> 00:57:40,502
Μείνε μαζί μας, λοιπόν.
775
00:57:44,298 --> 00:57:47,050
Φέξτε!
776
00:57:51,138 --> 00:57:52,514
Φέξε μας εδώ.
777
00:58:12,409 --> 00:58:13,785
Ο καιρός βροχή θα φέρει.
778
00:58:13,869 --> 00:58:15,495
Ας φέρει.
779
00:58:28,133 --> 00:58:29,593
Φλίανς!
780
00:58:42,022 --> 00:58:45,359
Τρέχα, Φλίανς! Τρέχα!
781
00:58:58,121 --> 00:59:01,083
Ο ένας μόνο έπεσε. Μας έφυγε ο γιος του.
Ο ένας μόνο έπεσε. Μας έφυγε ο γιος του.
782
00:59:02,167 --> 00:59:04,545
Η μισή μας η δουλειά πηγαίνει στα χαμένα.
783
00:59:04,628 --> 00:59:07,464
Αυτό που τώρα έγινε ας πάμε να το πούμε.
784
01:00:34,301 --> 01:00:38,263
Γιατί ο Μακδώφ δεν μας τιμή
με τη δική του παρουσία;
785
01:00:38,347 --> 01:00:40,474
- Τον προσκάλεσες;
- Μεγαλειότατε.
786
01:00:42,476 --> 01:00:44,811
Καθείς γνωρίζει τον βαθμό του.
Λάβετε τη θέση σας.
787
01:00:45,687 --> 01:00:48,774
Καλώς ορίσατε όλοι σας,
κι ο έσχατος κι ο πρώτος.
788
01:00:52,653 --> 01:00:54,988
Τώρα ευθύς θα έρθω,
να πιω εις την υγειά σας.
789
01:01:07,167 --> 01:01:09,837
- Γεμάτο αίμα είναι το πρόσωπό σου.
- Του Βάγκου αίμα.
790
01:01:10,462 --> 01:01:12,673
Καλύτερα επάνω σου,
παρά μες στο κορμί του.
791
01:01:13,423 --> 01:01:14,591
Τον ξεκάνατε;
792
01:01:14,675 --> 01:01:17,803
Κύριέ μου, εγώ του έκοψα τον λαιμό.
793
01:01:18,387 --> 01:01:20,722
Λαιμοκόπος, το λοιπόν,
κανείς καλύτερός σου.
794
01:01:21,306 --> 01:01:23,267
Καλός κι όποιος του Φλίανς έκανε τα ίδια.
795
01:01:23,350 --> 01:01:25,352
Αν το 'καμνες εσύ, ταίρι άλλο δεν έχεις.
796
01:01:26,812 --> 01:01:28,146
Βασιλικέ μου αφέντη…
797
01:01:32,192 --> 01:01:33,735
ο Φλίανς μάς ξέφυγε.
798
01:01:36,405 --> 01:01:39,116
Τότε και πάλι αρρώστησα.
Αλλιώς εξαίρετα ήμουν.
799
01:01:40,367 --> 01:01:41,702
Τον Βάγκο τον έχουμε, όμως;
800
01:01:42,286 --> 01:01:44,288
Μάλιστα, αφέντη μου.
801
01:01:44,371 --> 01:01:48,417
Τον έχουμε σ' ένα χαντάκι μέσα,
με 20 αιμορραγείς πληγές στην κεφαλή του.
802
01:01:48,500 --> 01:01:50,127
Και μία θα τον σκότωνε.
803
01:01:51,295 --> 01:01:53,046
Το μέγα φίδι έλειψε.
804
01:01:53,130 --> 01:01:55,883
Εσώθη το σκουλήκι κι έχει ζωή
να χύσει το φαρμάκι του.
805
01:01:55,966 --> 01:01:57,551
Τώρα δεν έχει δόντια.
806
01:01:58,468 --> 01:01:59,720
Χαθείτε.
807
01:01:59,803 --> 01:02:02,848
Άρχοντά μου, πώς δεν μας ζωηραίνεις;
Άρχοντά μου, πώς δεν μας ζωηραίνεις;
808
01:02:03,932 --> 01:02:05,392
Γλυκιά μου, εσύ, ενθύμηση.
809
01:02:06,268 --> 01:02:09,271
Στην όρεξή σας εύχομαι
χώνευση καλή κι υγεία…
810
01:02:09,354 --> 01:02:10,397
Και στα δύο.
811
01:02:11,148 --> 01:02:12,399
Κάθισε, υψηλότατε.
812
01:02:12,482 --> 01:02:15,277
Η στέγη μας απόψε
τη δόξα θα εσκέπαζε αυτού του τόπου όλη,
813
01:02:15,360 --> 01:02:17,362
εάν εδώ ήταν παρών κι ο Βάγκος μας.
814
01:02:17,446 --> 01:02:20,782
Μα κάλλιο μάλωμα ν' αξίζει, παρά
να εκακόπαθε και λύπη να του πρέπει.
815
01:02:20,866 --> 01:02:23,535
Η απουσία του πληγώνει αυτό που υπεσχέθη.
816
01:02:23,619 --> 01:02:26,788
Δεν κάθεσαι, αφέντη μου,
κι εσύ να μας τιμήσεις;
817
01:02:28,749 --> 01:02:30,542
Ιδού εδώ μια θέση.
818
01:02:39,968 --> 01:02:42,179
Τι σε ταράζει, αφέντη μου;
819
01:02:44,473 --> 01:02:46,058
Ποιος από σας το έκανε αυτό;
820
01:02:47,309 --> 01:02:48,810
Ποιο;
821
01:02:48,894 --> 01:02:50,395
Δεν μπορείτε να πείτε εγώ.
822
01:02:54,858 --> 01:02:57,778
Μη τα μαλλιά σου μου κινείς
τα αιματοβαμμένα!
823
01:02:57,861 --> 01:03:01,240
Σηκωθείτε, κύριοι.
Ο άρχοντας δεν είναι καλά.
Σηκωθείτε, κύριοι.
Ο άρχοντας δεν είναι καλά.
824
01:03:01,323 --> 01:03:02,491
Καθίστε, φίλοι σεβαστοί.
825
01:03:02,574 --> 01:03:05,994
Αυτά συχνά τα έχει, και από νέος μάλιστα.
Καθίστε, φάγετε.
826
01:03:06,078 --> 01:03:09,831
Είναι το πράγμα της στιγμής.
Ευθύς θα του περάσει.
827
01:03:10,999 --> 01:03:12,000
Άνδρας είσαι;
828
01:03:12,084 --> 01:03:14,628
Μάλιστα, και τολμηρός,
829
01:03:14,711 --> 01:03:17,130
αφού τολμώ και βλέπω αυτό
που διάβολο θα τρόμαζε.
830
01:03:17,214 --> 01:03:19,091
Πλάσματα φόβου είναι όλα.
831
01:03:19,174 --> 01:03:21,718
Σαν το μαχαίρι που 'λεγες
στον Δώγκαν πως σε πήγε.
832
01:03:21,802 --> 01:03:25,514
Αν στέκομαι εδώ, τον είδα!
833
01:03:25,597 --> 01:03:26,932
Ντροπή σου, αλήθεια.
834
01:03:27,516 --> 01:03:30,060
Ήταν καιρός που έφτανε
να χύσεις τα μυαλά του,
835
01:03:30,143 --> 01:03:32,020
και πέθαινε ο άνθρωπος,
τελείωναν τα πάντα!
836
01:03:32,104 --> 01:03:35,691
Μα τώρα ανασταίνονται και βγαίνουν
απ' τους τάφους με κεφαλή αιμάσσουσα,
837
01:03:35,774 --> 01:03:37,651
και στα σκαμνιά μας μας σκουντούν!
838
01:03:37,734 --> 01:03:40,320
Τούτο πιο θαυμαστό είναι
κι από αυτόν τον φόνο.
839
01:03:43,031 --> 01:03:45,492
Χάσου! Λείψε απ' τα μάτια μου!
840
01:03:45,576 --> 01:03:47,202
Έχεις τα κόκαλα στεγνά!
841
01:03:47,286 --> 01:03:49,079
Το αίμα παγωμένο!
842
01:03:49,162 --> 01:03:51,582
Είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά
που με κοιτάζουν.
843
01:03:57,337 --> 01:03:59,631
Χάσου, φάσμα φρικαλέο!
844
01:03:59,715 --> 01:04:01,800
Απάτης πλάσμα, φύγε!
Απάτης πλάσμα, φύγε!
845
01:04:20,861 --> 01:04:22,154
Ιδού…
846
01:04:23,405 --> 01:04:24,531
ευθύς που χάθηκε…
847
01:04:26,742 --> 01:04:28,035
άνδρας εκ νέου γίνομαι.
848
01:04:29,161 --> 01:04:31,163
Να μη με συνερίζεστε, αγαπητοί μου φίλοι.
849
01:04:31,246 --> 01:04:35,584
Ασθένεια παράδοξη με βασανίζει, μα
τίποτα δεν είναι για όσους με γνωρίζουν.
850
01:04:36,084 --> 01:04:40,422
Η ευθυμία πάει. Με την πολλή σου ταραχή
τη συντροφιά την έκανες να γίνει άνω κάτω.
851
01:04:41,590 --> 01:04:45,219
Πώς γίνετ' αυτά να έρχονται
σαν σύννεφο καλοκαιριού εμπρός μας,
852
01:04:45,302 --> 01:04:46,720
και να μη φέρουν θαυμασμό;
853
01:04:46,803 --> 01:04:50,807
Με κάνεις ν' ανησυχώ
για την κατάστασή μου,
854
01:04:50,891 --> 01:04:52,851
όταν σε βλέπω μπρος σε τέτοιο θέαμα
855
01:04:52,935 --> 01:04:56,813
με μάγουλα ροδαλά, ενώ εγώ
κατάλευκα τα νιώθω από τον φόβο.
856
01:04:56,897 --> 01:04:59,733
- Ποιο θέαμα, αφέντη μου;
- Μην του μιλάτε.
857
01:05:00,484 --> 01:05:02,694
Γίνεται χειρότερα. Αν τον ρωτούν, ανάβει.
858
01:05:02,778 --> 01:05:04,238
Καλή σας νύχτα.
859
01:05:04,321 --> 01:05:06,782
Αφήστε την τάξη και τη σειρά,
φύγετε πάραυτα.
860
01:05:06,865 --> 01:05:09,326
Καληνύχτα. Είθε ο βασιλεύς
την υγειά του να βρει.
861
01:05:09,409 --> 01:05:11,370
Νύχτα καλή και αγαθή σε όλους.
862
01:05:17,167 --> 01:05:18,544
Αίμα θέλει.
863
01:05:19,962 --> 01:05:20,963
Το λέει το ρητό…
864
01:05:23,340 --> 01:05:24,842
"Το αίμα θέλει αίμα".
865
01:05:27,678 --> 01:05:30,639
Ακούσαν δέντρα να μιλούν,
κινήθηκαν οι λίθοι.
866
01:05:32,599 --> 01:05:35,727
Τα προμηνύματα της καρακάξας,
867
01:05:35,811 --> 01:05:39,189
του κορακιού, τις κίσσας, βγάζουν άξαφνα
στο φως τον φόνο τον κρυμμένο.
868
01:05:42,192 --> 01:05:43,443
Ξημέρωσε;
869
01:05:44,653 --> 01:05:47,281
Φιλονικούν η νύχτα με τη μέρα.
Καμιά τους δεν νικά.
870
01:05:48,824 --> 01:05:53,120
Πώς σου εφάνη να τον προστάξω τον Μακδώφ
κι εκείνος ν' απειθήσει;
871
01:05:54,663 --> 01:05:56,790
Του έστειλες άνθρωπο;
872
01:05:58,292 --> 01:06:00,711
Το έμαθα εκ τύχης. Μα θα στείλω.
Το έμαθα εκ τύχης. Μα θα στείλω.
873
01:06:00,794 --> 01:06:04,173
Απ' αυτούς δεν είναι ούτ' ένας
που άνθρωπό μου κοντά του να μην έχει.
874
01:06:06,466 --> 01:06:09,845
Πρωί πρωί στις αδελφές τις αλλόκοτες
θα πάω. Να μου πουν κι άλλα.
875
01:06:11,180 --> 01:06:14,474
Τόσο βαθιά εχώθηκα στο αίμα έως τώρα,
876
01:06:14,558 --> 01:06:18,896
ώστε το να γυρίσω πίσω
θα είν' επίσης δύσκολο καθώς να προχωρήσω.
877
01:06:21,732 --> 01:06:24,568
Όσα παράξενα ο νους μου μελετά
το χέρι θα τα πράξει.
878
01:06:24,651 --> 01:06:26,028
Ας γίνουν πρώτα…
879
01:06:27,696 --> 01:06:28,989
κι έπειτα ας ειπωθούν.
880
01:06:31,658 --> 01:06:35,537
Το μέγα δυναμωτικό σού λείπει, ο ύπνος.
881
01:06:36,747 --> 01:06:38,415
Πάμε να πλαγιάσουμε.
882
01:06:41,168 --> 01:06:47,591
Αυτά που εγώ φαντάστηκα
ο φόβος τα εμπνέει.
883
01:06:50,010 --> 01:06:51,845
Στην πράξη είμαστε ακόμα νέοι.
884
01:07:05,234 --> 01:07:06,485
Είναι ώρα.
885
01:07:07,444 --> 01:07:08,779
Είναι η ώρα.
886
01:07:09,821 --> 01:07:13,158
ΤΟ ΑΥΡΙΟ
887
01:07:38,934 --> 01:07:41,228
Το δάχτυλο με τρώγει,
888
01:07:42,187 --> 01:07:45,065
κάτι φιλόκακο πλησιάζει.
889
01:07:47,901 --> 01:07:51,655
Εσείς, μεσονυχτιάτικες,
κρυφές και μαύρες στρίγκλες.
890
01:07:52,656 --> 01:07:54,032
Τι κάνετε;
891
01:07:54,533 --> 01:07:57,369
Όνομα το έργο μας δεν έχει.
892
01:07:58,120 --> 01:07:59,413
Σας εξορκίζω,
893
01:08:00,289 --> 01:08:03,250
από τη μυστική σας τέχνη,
όπως κι αν σας έρχεται, αποκριθείτε.
894
01:08:03,333 --> 01:08:07,337
Κι η φύση ολάκερη να γίνει άνω κάτω,
αποκριθείτε μου σε ό,τι ζητώ.
895
01:08:07,421 --> 01:08:08,422
Λάλησε.
896
01:08:08,505 --> 01:08:10,716
- Ζήτα το.
- Κι απόκριση θα λάβεις.
897
01:08:10,799 --> 01:08:15,345
Τη θέλεις την απόκριση
απ' τα δικά μας χείλη ή από αφέντες μας;
898
01:08:15,429 --> 01:08:18,807
Καλέστε τους. Να τους δω.
899
01:08:26,356 --> 01:08:29,109
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε.
900
01:08:29,609 --> 01:08:32,613
Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό.
901
01:08:32,696 --> 01:08:36,533
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε.
Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό.
902
01:08:36,617 --> 01:08:39,828
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτωνε.
Καίγε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό.
903
01:08:46,835 --> 01:08:49,587
Δάχτυλο από βρέφος πόρνης,
904
01:08:50,255 --> 01:08:53,550
που το 'πνιξε στη γέννα
και το 'ριξε στον τάφο.
905
01:08:56,178 --> 01:08:58,764
Συκώτι βλάσφημου Εβραίου,
906
01:08:59,848 --> 01:09:02,725
τράγου άντερο και αψιθιάς κλαρί.
τράγου άντερο και αψιθιάς κλαρί.
907
01:09:03,227 --> 01:09:09,024
Μ' έκλειψη σελήνης μαζευτήκαν.
Τούρκου μύταρος, Τατάρου χείλη.
908
01:09:09,608 --> 01:09:11,693
Και αίμα νυχτερίδας.
909
01:09:11,777 --> 01:09:14,029
- Βάλ' το.
- Βάλ' το.
910
01:09:14,112 --> 01:09:16,448
Ανακάτωνε το καζάνι.
911
01:09:16,532 --> 01:09:19,201
Ρίξε τα φαρμακωμένα εντόσθια.
912
01:09:19,283 --> 01:09:21,495
Όλ' ανακατωθείτε και αφρίζετε,
913
01:09:22,371 --> 01:09:26,792
να κοχλάζει ο στοιχειωμένος διαβολοχυλός.
914
01:09:29,837 --> 01:09:32,214
Άγνωστη δύναμη, πες μου…
915
01:09:32,296 --> 01:09:36,635
Ξέρει στον νου τι έχεις.
Άκουγε μόνο, μη λαλείς.
916
01:09:36,718 --> 01:09:40,138
Μάκβεθ.
917
01:09:41,014 --> 01:09:42,975
Φυλάξου απ' τον Μακδώφ.
918
01:09:43,684 --> 01:09:45,894
Φυλάξου απ' τον θάνη του Φάιφ.
919
01:09:45,978 --> 01:09:48,397
Ό,τι κι αν είσαι,
ευχαριστώ για τη συμβουλή σου.
920
01:09:48,479 --> 01:09:50,858
Ταιριάζει με τους φόβους μου.
Μα μια ακόμη λέξη…
921
01:09:50,941 --> 01:09:52,818
Δεν δέχεται προστάγματα.
922
01:09:53,569 --> 01:09:56,989
Έρχεται άλλος τώρα, ακόμη πιο ισχυρός.
923
01:09:57,072 --> 01:10:00,325
Μάκβεθ.
Μάκβεθ.
924
01:10:00,409 --> 01:10:02,202
Και με τριπλά αυτιά θα σ' άκουγα.
925
01:10:02,286 --> 01:10:05,247
Έχε τη δίψα αίματος, κι απόφαση και τόλμη.
926
01:10:05,330 --> 01:10:07,875
Και μην ποτέ σου φοβηθείς
τη δύναμη ανθρώπου,
927
01:10:07,958 --> 01:10:11,962
διότι γέννα γυναικός
ποτέ δεν θα σε βλάψει.
928
01:10:12,713 --> 01:10:16,133
Τότε, λοιπόν, ζήσε, Μακδώφ!
Προς τι να σε φοβάμαι;
929
01:10:16,967 --> 01:10:20,804
Μα την ασφάλεια διπλή τη θέλω, και
να κρατώ ενέχυρο από την ειμαρμένη.
930
01:10:20,888 --> 01:10:22,306
Δεν σου χαρίζω τη ζωή.
931
01:10:22,389 --> 01:10:25,309
Τον φόβο τον χλωμόκαρδο
θα τον κηρύξω ψεύτη,
932
01:10:25,392 --> 01:10:27,019
ύπνο βαθύ και με βροντές θα βρίσκω.
933
01:10:28,604 --> 01:10:32,608
Τι είναι αυτό που πρόβαλε
σαν τέκνο βασιλέως,
934
01:10:32,691 --> 01:10:35,903
με τον χρυσό της βασιλείας κύκλο
στο βρεφικό του μέτωπο;
935
01:10:35,986 --> 01:10:38,530
Άκουγε και μη λαλείς.
936
01:10:38,614 --> 01:10:42,451
Ο Μάκβεθ δεν θα νικηθεί,
937
01:10:42,534 --> 01:10:48,999
εκτός και αν κινήσει στον Δουνσινάνη
ν' ανεβεί το δάσος της Βερνάμης.
938
01:10:49,082 --> 01:10:50,501
Αυτό δεν θα γίνει.
939
01:10:51,251 --> 01:10:55,422
Ποιος μπορεί δέντρο να προστάξει
τις ρίζες του να βγάλει;
940
01:10:55,506 --> 01:10:58,634
Μα η καρδιά μου λαχταρά
να μάθει κάτι ακόμη.
941
01:10:58,717 --> 01:11:01,053
Αν η τέχνη σας ως εκεί πηγαίνει.
Αν η τέχνη σας ως εκεί πηγαίνει.
942
01:11:02,221 --> 01:11:05,557
Θα βασιλεύσει εδώ ποτέ η γενεά του Βάγκου;
943
01:11:07,684 --> 01:11:09,269
Μη ζητάς άλλα να μάθεις.
944
01:11:10,771 --> 01:11:14,066
Μη ζητάς άλλα να μάθεις.
945
01:11:41,218 --> 01:11:42,719
Είδες τις αλλόκοτες τις αδερφές;
946
01:11:42,803 --> 01:11:45,138
- Όχι, άρχοντά μου.
- Δεν πέρασαν εμπρός σου;
947
01:11:46,265 --> 01:11:47,266
Όχι, αλήθεια.
948
01:11:47,349 --> 01:11:50,477
Μολυσμένος απ' όπου κι αν επέρασαν
να μείνει ο αέρας.
949
01:11:50,561 --> 01:11:53,105
Κι όποιος τις πιστεύει, αναθεματισμένος!
950
01:11:54,064 --> 01:11:56,483
Άκουσα ποδόκτυπον αλόγων. Ποιος ήρθε;
951
01:11:57,317 --> 01:11:59,486
Ήρθαν δυο τρεις την είδηση να φέρουν,
952
01:11:59,987 --> 01:12:01,488
ότι ο Μακδώφ διέφυγε στην Αγγλία.
ότι ο Μακδώφ διέφυγε στην Αγγλία.
953
01:12:02,573 --> 01:12:04,867
- Διέφυγε στην Αγγλία;
- Μάλιστα, κύριέ μου.
954
01:12:06,827 --> 01:12:10,330
Ο χρόνος πρόλαβε τα κατορθώματά μου.
955
01:12:10,414 --> 01:12:11,999
Στο εξής,
956
01:12:12,082 --> 01:12:15,419
ό,τι ο νους γεννά,
ευθύς το χέρι θα το πράττει.
957
01:12:15,502 --> 01:12:21,008
Και τώρα μάλιστα.
Τον στοχασμό θα στεφανώσω μ' έργα.
958
01:12:21,091 --> 01:12:24,219
Στο κάστρο του Μακδώφ θα επιτεθώ,
το Φάιφ θα κυριεύσω.
959
01:12:24,303 --> 01:12:26,930
Και θα περάσω απ' το σπαθί
γυναίκα και παιδιά του,
960
01:12:27,014 --> 01:12:30,726
κάθε κακότυχη ψυχή που συγγενή τον έχει.
961
01:12:30,809 --> 01:12:32,394
Τέρμα τα λόγια τα ανόητα.
962
01:12:32,477 --> 01:12:35,022
Το πράγμα θα τελειώσει
όσο ακόμα βράζει μέσα μου!
963
01:12:35,105 --> 01:12:37,232
Όχι άλλα φάσματα!
964
01:13:03,717 --> 01:13:06,595
Λέω μόνο
ότι συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα.
965
01:13:08,472 --> 01:13:11,225
Τον Δώγκαν τον έκλαψε ο Μάκβεθ.
966
01:13:12,059 --> 01:13:13,519
Αφού είχε αποθάνει.
967
01:13:14,019 --> 01:13:16,355
Ο θαρραλέος Βάγκος άργησε να φύγει.
968
01:13:16,438 --> 01:13:21,818
Αν αγαπάς, τον φόνο του στον Φλίανς
απόδωσέ τον, αφού αυτός ξέφυγε.
969
01:13:21,902 --> 01:13:27,574
Ο άνδρας γοργά πρέπει να βαδίζει.
Μαθαίνω ότι ο Μακδώφ ζει ατιμασμένος.
970
01:13:27,658 --> 01:13:29,576
Ξέρεις, κύριε, πού κατέφυγε;
971
01:13:29,660 --> 01:13:31,787
Ο Μάλκολμ, του Δώγκαν ο διάδοχος,
972
01:13:32,538 --> 01:13:34,957
τον θρόνο του οποίου
ο τύραννος σφετερίζεται,
973
01:13:35,582 --> 01:13:37,543
ζει στην Αγγλία.
974
01:13:37,626 --> 01:13:40,170
Εκεί πήγε κι ο Μακδώφ, βοήθεια να γυρέψει.
975
01:13:40,671 --> 01:13:45,592
Αλλά ο Μάκβεθ όλα τα πληροφορήθηκε
κι ετοιμάζεται να κάνει εκστρατεία.
976
01:13:46,426 --> 01:13:49,346
Ως την Αγγλία άγγελος ας ήταν να πετάξει
977
01:13:49,429 --> 01:13:52,015
να πει τα λόγια προτού εκείνος φτάσει,
978
01:13:53,016 --> 01:13:56,645
ώστε γοργά να έρθει σωτηρία
στη γη αυτήν που τυραννά…
979
01:13:58,272 --> 01:14:01,316
καταραμένο χέρι.
καταραμένο χέρι.
980
01:14:11,326 --> 01:14:13,787
Τι έκανε; Γιατί τόση βία να ξεφύγει;
981
01:14:13,871 --> 01:14:16,623
- Χρειάζεται υπομονή.
- Εκείνος δεν την είχε.
982
01:14:16,707 --> 01:14:18,709
Το φευγιό του ήταν μια τρέλα.
983
01:14:18,792 --> 01:14:22,421
Αν όχι με τα έργα μας,
με τους φόβους μας γινόμαστε προδότες.
984
01:14:22,504 --> 01:14:26,216
Δεν ξέρεις αν τον ώθησε
ο φόβος ή η σωφροσύνη.
985
01:14:26,300 --> 01:14:27,342
Η σωφροσύνη!
986
01:14:27,926 --> 01:14:32,931
Ν' αφήσει γυναίκα και παιδιά,
το κάστρο του, τους τίτλους του,
987
01:14:33,015 --> 01:14:35,976
κι από εκεί να φύγει;
988
01:14:36,852 --> 01:14:38,103
Δεν μας αγαπά.
989
01:14:39,146 --> 01:14:41,523
Το έμφυτο δεν το 'χει.
990
01:14:42,107 --> 01:14:45,527
Κι ο τρυποφράκτης ο μικρός,
μικρότερος απ' όλα τα πουλιά,
991
01:14:45,611 --> 01:14:49,323
την κουκουβάγια πολέμα,
και τα μικρά εις τη φωλιά αφήνει.
992
01:14:49,406 --> 01:14:52,993
Καλή μου ξαδέλφη, κυβέρνησε τη λύπη σου.
993
01:14:53,076 --> 01:14:57,789
Ο άνδρας σου είν' ευγενής
και γνωστικός και δίκαιος,
994
01:14:57,873 --> 01:15:02,878
και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά.
και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά.
995
01:15:04,046 --> 01:15:06,298
Άλλα να πω δεν θέλω.
996
01:15:07,216 --> 01:15:09,218
Μα ζούμε δύσκολους καιρούς
997
01:15:09,301 --> 01:15:12,471
ενόσω εν αγνοία μας γινόμαστε προδότες,
998
01:15:12,554 --> 01:15:17,434
ενόσω απ' τον φόβο μας παρεξηγούμε φήμες,
μα τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το ξέρει.
999
01:15:18,352 --> 01:15:24,816
Κι όμως όλοι αρμενίζουμε σε άγρια πελάγη
προς κάπου και στο πουθενά.
1000
01:15:24,900 --> 01:15:26,068
Καλέ μου ξάδελφε.
1001
01:15:29,321 --> 01:15:32,950
Πατέρα έχει, μα από πατέρα ορφανό είναι.
1002
01:15:35,452 --> 01:15:39,164
Πέθανε ο πατέρας σου.
1003
01:15:39,998 --> 01:15:42,459
Και τώρα τι θ' απογίνεις; Πώς θα ζήσεις;
1004
01:15:42,543 --> 01:15:45,003
Δεν πέθαν' ο πατέρας μου,
κι ό,τι κι αν θέλεις λέγε.
1005
01:15:45,087 --> 01:15:46,463
Κι όμως, πέθανε.
1006
01:15:46,547 --> 01:15:48,549
Και πού θα βρεις άλλον;
1007
01:15:48,632 --> 01:15:51,385
Όχι. Εσύ πού θα βρεις άλλον σύζυγο;
1008
01:15:52,010 --> 01:15:54,638
Όπου κι αν πάω, 20 αν θέλω αγοράζω.
1009
01:15:54,721 --> 01:15:57,975
Αγόρασε, λοιπόν, να τους ξαναπουλήσεις.
1010
01:15:58,058 --> 01:16:02,771
Μιλάς μέχρι εκεί που φτάνει ο νους σου,
μα φτάνει κάμποσο.
Μιλάς μέχρι εκεί που φτάνει ο νους σου,
μα φτάνει κάμποσο.
1011
01:16:03,897 --> 01:16:05,774
Προδότης είναι αλήθεια ο πατέρας μου;
1012
01:16:07,067 --> 01:16:08,485
Ναι, είναι.
1013
01:16:08,986 --> 01:16:10,320
Τι θα πει προδότης;
1014
01:16:12,114 --> 01:16:16,118
Εκείνος που ορκίζεται
κι ύστερα ψέματα λέγει.
1015
01:16:16,618 --> 01:16:19,121
Κι όσοι το κάνουν αυτό προδότες είναι;
1016
01:16:19,621 --> 01:16:23,250
Όσοι το κάνουν αυτό είναι προδότες
και θέλουν όλοι κρέμασμα.
1017
01:16:23,959 --> 01:16:25,127
Και ποιος τους κρεμάει;
1018
01:16:25,878 --> 01:16:27,713
Οι άνθρωποι οι έντιμοι.
1019
01:16:28,213 --> 01:16:32,176
Όσοι ορκίζονται και ψέματα λέγουν
είναι ανόητοι,
1020
01:16:32,759 --> 01:16:37,097
γιατί τόσοι που είναι, τους έντιμους
μπορούν αυτοί να τους κρεμάσουν.
1021
01:16:38,765 --> 01:16:40,559
- Κυρά μου.
- Τι λόγια λες.
1022
01:16:40,642 --> 01:16:41,727
Ευλογημένη, αρχόντισσα.
1023
01:16:41,810 --> 01:16:46,398
Δεν με γνωρίζεις,
μα εγώ ποια είσαι το γνωρίζω.
1024
01:16:46,481 --> 01:16:49,359
Φοβάμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος.
1025
01:16:49,443 --> 01:16:52,154
Μιας γυναίκας ταπεινής τη γνώμη άκου.
1026
01:16:52,237 --> 01:16:53,864
Εδώ μην τύχει και βρεθείς.
1027
01:16:53,947 --> 01:16:55,324
Φύγε με τα μικρά σου.
1028
01:16:55,407 --> 01:16:57,743
Και πού να πάω; Εγώ δεν έπραξα κακό τι.
1029
01:17:00,078 --> 01:17:01,163
Αλλά θυμάμαι τώρα.
1030
01:17:03,081 --> 01:17:07,127
Στον κόσμο τον επίγειο,
το κακό σαν κάνεις είναι συχνά επαινετό,
1031
01:17:07,211 --> 01:17:10,172
το δε καλό να πράττεις,
το λογαριάζουν κάποτε ως κινδυνώδη τρέλα.
1032
01:17:11,048 --> 01:17:15,886
Τι όφελος προσμένω από την υπεράσπιση
αυτήν τη γυναικεία ότι κακό δεν έκανα;
1033
01:17:30,901 --> 01:17:32,027
Πού είναι ο άνδρας σου;
1034
01:17:32,110 --> 01:17:36,532
Ελπίζω όχι σε μέρος τόσο ανόσιο,
ώστε εσείς κι οι όμοιοί σας να τον βρείτε.
1035
01:17:36,615 --> 01:17:38,200
- Είναι προδότης.
- Λες ψέματα!
1036
01:17:38,283 --> 01:17:40,118
- Όχι!
- Προδότη γέννημα!
1037
01:17:40,202 --> 01:17:43,455
Όχι!
1038
01:17:43,539 --> 01:17:47,000
Όχι!
1039
01:17:55,092 --> 01:17:57,594
Έλα να καθίσουμε παράμερα,
1040
01:17:58,095 --> 01:18:00,472
να ξεθυμάνει με δάκρυα
η πίκρα της καρδιάς μας.
να ξεθυμάνει με δάκρυα
η πίκρα της καρδιάς μας.
1041
01:18:00,556 --> 01:18:03,141
Καλύτερα να αδράξουμε το φονικό σπαθί
1042
01:18:03,225 --> 01:18:06,812
και σαν γενναίοι άνδρες να τρέξουμε
στον τόπο μας τον καταπατημένο.
1043
01:18:07,312 --> 01:18:09,314
Οι χήρες μας μοιρολογούν,
1044
01:18:09,398 --> 01:18:13,026
τα ορφανά μας κλαίνε,
ο νέος θρήνος τ' ουρανού ξεσπά
1045
01:18:13,110 --> 01:18:15,237
κι αντιλαλεί σαν να πονά μαζί μας,
1046
01:18:15,320 --> 01:18:17,406
και κάθε λύπης συλλαβή
κι αυτός αντιβουΐζει.
1047
01:18:17,906 --> 01:18:20,450
Τα όσα λες πιθανόν να είναι όπως τα λες.
1048
01:18:20,534 --> 01:18:23,745
Αυτός ο τύραννος,
που τη γλώσσα μας καίει τ' όνομά του,
1049
01:18:23,829 --> 01:18:25,581
έναν καιρό ως έντιμος περνούσε.
1050
01:18:26,832 --> 01:18:28,625
Ποιος έρχεται;
1051
01:18:29,751 --> 01:18:31,128
Ο τρισεύγενος ξάδελφός μου.
1052
01:18:31,211 --> 01:18:32,337
Καλώς όρισες.
1053
01:18:32,421 --> 01:18:33,589
Τώρα τον γνώρισα.
1054
01:18:33,672 --> 01:18:36,800
Θεέ μου, γρήγορα πάρε τα εμπόδια
που μας κάνουν ξένους.
1055
01:18:36,884 --> 01:18:38,635
Αμήν, κύριέ μου.
1056
01:18:39,469 --> 01:18:40,888
Πώς είναι η Σκωτία;
1057
01:18:41,471 --> 01:18:42,973
Αλίμονο, δύσμοιρη πατρίς.
1058
01:18:43,932 --> 01:18:45,559
Κι αυτή φοβάται να ρωτήσει.
1059
01:18:45,642 --> 01:18:48,228
Δεν είναι πια μητέρα μας, μα τάφος μας,
1060
01:18:48,312 --> 01:18:54,818
αφού μειδίαμα δεν βλέπεις
παρά σε χείλη νεκρών.
1061
01:18:56,195 --> 01:19:01,825
Μόνο κλαυθμοί και οδυρμοί ξεσκίζουν
τον αέρα, πλην είν' απαρατήρητοι,
Μόνο κλαυθμοί και οδυρμοί ξεσκίζουν
τον αέρα, πλην είν' απαρατήρητοι,
1062
01:19:01,909 --> 01:19:05,871
μιας και κατάντησε συρμός
ο σπαραγμός της λύπης.
1063
01:19:06,371 --> 01:19:07,956
Ποιο είν' η τελευταία φρίκη;
1064
01:19:08,040 --> 01:19:10,125
Δεν προλαβαίνει κανείς να πει τα νέα.
1065
01:19:10,209 --> 01:19:12,127
Κάθε στιγμή πού περνά γεννοβολά και άλλα.
1066
01:19:12,211 --> 01:19:13,837
Πώς είναι η γυναίκα μου;
1067
01:19:16,423 --> 01:19:17,424
Καλά.
1068
01:19:18,550 --> 01:19:19,551
Και τα παιδιά μου;
1069
01:19:20,594 --> 01:19:21,595
Επίσης.
1070
01:19:23,555 --> 01:19:25,474
Δεν τους πείραξε ο τύραννος;
1071
01:19:27,476 --> 01:19:30,771
Όχι, μέχρι που έφυγα από κει
γερούς τους είχε αφήσει.
1072
01:19:32,898 --> 01:19:35,651
Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου.
Τι τρέχει;
1073
01:19:35,734 --> 01:19:38,111
Απ' όταν έφευγ' από κει
να έρθω να σας φέρω τα νέα
1074
01:19:38,195 --> 01:19:43,158
που πλακώνουν την καρδιά μου,
ακούστηκε ότι μερικοί σηκώθηκαν στα όπλα.
1075
01:19:43,242 --> 01:19:44,535
Καιρός να βοηθήσετε.
1076
01:19:44,618 --> 01:19:48,372
Μία ματιά σας μόνο, κι η Σκωτία
θα πάρει τα όπλα, ακόμα κι οι γυναίκες,
1077
01:19:48,455 --> 01:19:50,165
να λυτρωθούν απ' τα δεινά τους.
1078
01:19:50,249 --> 01:19:51,625
Παρηγόρησέ τους.
1079
01:19:52,543 --> 01:19:53,877
Ερχόμαστε.
1080
01:19:54,419 --> 01:19:58,131
Μας έδωσ' η Αγγλία
10.000 στράτευμα και τον καλό Σιβάρδο.
1081
01:19:58,215 --> 01:20:01,343
Άλλον καλύτερο δεν έχει στρατιώτη
η Χριστιανοσύνη.
Άλλον καλύτερο δεν έχει στρατιώτη
η Χριστιανοσύνη.
1082
01:20:02,594 --> 01:20:05,097
Είθε να μπορούσα καθώς με παρηγορήσατε
να σας παρηγορήσω.
1083
01:20:05,180 --> 01:20:10,853
Μα έχω λόγια να σας πω,
που ήθελα στην έρημο να τα 'κραζα,
1084
01:20:10,936 --> 01:20:12,646
κανείς να μην τ' ακούσει.
1085
01:20:12,729 --> 01:20:14,273
Για τι μιλάς;
1086
01:20:14,356 --> 01:20:15,649
Για το κοινό κακό;
1087
01:20:16,233 --> 01:20:18,360
Ή μήπως φόρος λύπης
για μια καρδιά και μόνο;
1088
01:20:18,443 --> 01:20:21,321
Και καρδιά τόσον καημό
να μην τον συμπονέσει;
1089
01:20:21,405 --> 01:20:22,906
Αλλά ο μεγαλύτερος ο πόνος…
1090
01:20:24,241 --> 01:20:25,617
είν' δικός σου.
1091
01:20:27,077 --> 01:20:31,248
Αν είν' δικός μου, δώσ' τον μου.
Μη μου τον κρύβεις, λέγε.
1092
01:20:33,166 --> 01:20:35,669
Μη σιχαθούν παντοτινά
τ' αυτιά σου τη φωνή μου,
1093
01:20:36,879 --> 01:20:41,884
αν έχει τον σκληρότερο που άκουσαν ποτέ
τον ήχο να τους δώσει.
1094
01:20:44,636 --> 01:20:45,721
Μαντεύω.
1095
01:20:48,265 --> 01:20:53,020
Επάτησαν το κάστρο σου.
Γυναίκα και παιδιά σου τα έσφαξαν αλύπητα.
1096
01:20:53,103 --> 01:20:54,438
Αν πω το πώς…
1097
01:20:56,648 --> 01:21:00,485
θα είναι σαν κοντά στα θύματα
και σε να θανατώνω.
θα είναι σαν κοντά στα θύματα
και σε να θανατώνω.
1098
01:21:01,904 --> 01:21:03,071
Θεέ οικτίρμων.
1099
01:21:04,239 --> 01:21:06,325
Τι… Άνθρωπε.
1100
01:21:07,242 --> 01:21:08,869
Δώσε φωνή στη λύπη σου.
1101
01:21:09,369 --> 01:21:14,291
Όταν η λύπη λόγια δεν ευρίσκει, κρυφολαλεί
με την καρδιά και να σκιστεί της λέει.
1102
01:21:18,462 --> 01:21:20,088
Και τα παιδιά μου;
1103
01:21:21,715 --> 01:21:25,969
Παιδιά, γυναίκα, δούλους,
όλους όσους βρήκαν.
1104
01:21:26,053 --> 01:21:29,431
- Σφαγμένη κι η γυναίκα μου;
- Όπως είπα.
1105
01:21:30,265 --> 01:21:31,308
Ησύχασε.
1106
01:21:32,476 --> 01:21:35,020
Το γιατρικό του φοβερού μας θρήνου
1107
01:21:35,103 --> 01:21:36,313
είναι η εκδίκηση.
1108
01:21:36,396 --> 01:21:38,106
Αυτός παιδιά δεν έχει!
1109
01:21:41,652 --> 01:21:43,904
Όλα τα παιδάκια μου;
1110
01:21:44,404 --> 01:21:45,697
Όλα είπες;
1111
01:21:48,075 --> 01:21:50,244
Ω φρίκη. Όλα;
1112
01:21:51,578 --> 01:21:54,623
Όλα τα όμορφα πουλάκια μου,
κι η μάνα τους μαζί, χαθήκαν με τη μία;
1113
01:21:54,706 --> 01:21:57,000
- Πολέμησε σαν άνδρας.
- Αυτό θα κάνω!
1114
01:21:57,960 --> 01:22:00,587
Μα όμως το χρωστώ και να πονώ σαν άνδρας.
Μα όμως το χρωστώ και να πονώ σαν άνδρας.
1115
01:22:02,005 --> 01:22:05,884
Από τον νου δεν βγαίνει
πως τα είχα φίλτατα.
1116
01:22:06,760 --> 01:22:09,054
Και ο Θεός το έβλεπε
και δεν τα προστάτευσε;
1117
01:22:11,265 --> 01:22:12,850
Αμαρτωλέ Μακδώφ.
1118
01:22:13,934 --> 01:22:15,435
Εσύ είσαι η αιτία.
1119
01:22:15,519 --> 01:22:20,065
Δεν έφταιγαν εκείνα. Τα κρίματά μου έγιναν
αιτία της σφαγής τους.
1120
01:22:20,148 --> 01:22:23,944
- Ο Θεός να τ' αναπαύσει τώρα.
- Ας είναι αυτό ακόνι στο σπαθί σου.
1121
01:22:24,570 --> 01:22:28,031
Ας δώσει τόπο στην οργή η λύπη.
Η θλίψη ας γεμίσει λύσσα την καρδιά.
1122
01:22:28,115 --> 01:22:31,285
Σαν γυναικεία τα μάτια μου να κλαίνε
θα μπορούσαν, κι όλο να φλυαρώ.
1123
01:22:31,368 --> 01:22:34,204
Αλλά, Θεέ μου, μη συγχωρείς αναβολή.
1124
01:22:34,288 --> 01:22:39,042
Στήθος με στήθος φέρε με
με της Σκωτίας τον δαίμονα.
1125
01:22:39,126 --> 01:22:41,670
Να με χωρίζει απ' αυτόν
το μάκρος του σπαθιού μου.
1126
01:22:43,213 --> 01:22:44,256
Αν γλιτώσει…
1127
01:22:47,551 --> 01:22:48,927
τον συγχώρεσε ο Θεός.
1128
01:23:12,534 --> 01:23:14,119
Πότε περπάτησε τελευταία;
1129
01:23:14,703 --> 01:23:16,955
Απ' όταν ο βασιλεύς εξεστράτευσε,
1130
01:23:17,039 --> 01:23:21,877
τη βλέπω κάθε νύχτα να σηκώνεται,
να φορά το νυχτικό της,
1131
01:23:21,960 --> 01:23:25,464
να ανοίγει το γραφείο της,
να παίρνει χαρτί,
1132
01:23:25,547 --> 01:23:28,550
να το διπλώνει, να γράφει,
να διαβάζει όσα έγραψε,
1133
01:23:28,634 --> 01:23:31,762
έπειτα να το σφραγίζει
και να ξαναγυρίζει στο κρεβάτι της.
1134
01:23:31,845 --> 01:23:35,933
Κι όλα αυτά μέσα στον ύπνο τον βαθύ.
1135
01:23:36,016 --> 01:23:37,392
Μεγάλη της φύσεως διατάραξη.
1136
01:23:37,476 --> 01:23:40,145
Εκτός του να περιπατεί
και όσα άλλα μου 'πες,
1137
01:23:40,229 --> 01:23:42,773
την άκουσες ποτέ να λέγει κάτι;
1138
01:23:42,856 --> 01:23:46,360
Αυτά που άκουσα, κύριε,
δεν μπορώ να τα πω.
1139
01:23:46,860 --> 01:23:49,071
Ούτε σ' εσένα ούτε σε άλλον κανένα,
1140
01:23:49,154 --> 01:23:51,823
αφού δεν έχω μάρτυρα
να βεβαιώσει αυτά τα λόγια.
1141
01:23:52,491 --> 01:23:54,952
Ιδέ! Έρχεται.
1142
01:24:01,416 --> 01:24:05,754
Έτσι είναι, καθώς πάντοτε,
και, μα τη ζωή μου, κοιμάται βαθιά.
1143
01:24:05,838 --> 01:24:09,633
- Παρατήρησέ την. Πήγαινε κοντά.
- Έχει ανοιχτά τα μάτια.
1144
01:24:09,716 --> 01:24:12,261
Ναι, μα ο νους της είν' κλειστός.
1145
01:24:12,344 --> 01:24:13,595
Πού το βρήκε το φως;
1146
01:24:13,679 --> 01:24:16,682
Ο λύχνος καίει πάντοτε κοντά της
κατά την προσταγή της.
1147
01:24:19,309 --> 01:24:20,602
Τι κάνει τώρα;
1148
01:24:21,645 --> 01:24:23,397
Κοίτα την πώς τρίβει τα χέρια.
1149
01:24:23,480 --> 01:24:26,483
Την είδα να το κάνει αυτό ασταμάτητα
ένα τέταρτο της ώρας.
1150
01:24:32,114 --> 01:24:33,240
Έχει ακόμα κηλίδα.
1151
01:24:33,824 --> 01:24:35,325
Άκου. Μιλά.
1152
01:24:35,409 --> 01:24:39,162
Βγες, καταραμένη κηλίδα. Βγες, είπα.
1153
01:24:39,663 --> 01:24:43,458
Ένα… δύο.
1154
01:24:44,626 --> 01:24:48,213
Ώρα να γίνει το πράγμα.
1155
01:24:49,548 --> 01:24:51,758
Η Κόλαση είναι σκοτεινή.
1156
01:24:51,842 --> 01:24:55,345
Ντροπή, κύριέ μου, ντροπή!
Στρατιώτης να φοβάται;
1157
01:24:55,846 --> 01:24:59,892
Τι σε μέλει αν το μάθουν;
Ποιος θα τολμήσει να μας ζητήσει λόγο;
1158
01:24:59,975 --> 01:25:04,062
Μα ποιος να φανταζόταν ότι ο γέρος
είχε μέσα του τόσο πολύ αίμα!
Μα ποιος να φανταζόταν ότι ο γέρος
είχε μέσα του τόσο πολύ αίμα!
1159
01:25:05,856 --> 01:25:08,734
Ο θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα.
Πού είναι τώρα;
1160
01:25:11,236 --> 01:25:12,279
Τι;
1161
01:25:13,614 --> 01:25:16,575
Όχι άλλο, κύριέ μου. Όχι άλλο.
1162
01:25:16,658 --> 01:25:20,412
Φύγε. Έμαθες όσα δεν πρέπει να γνωρίζεις.
1163
01:25:20,495 --> 01:25:23,957
Είπε όσα δεν έπρεπε να πει.
Γι' αυτό είμαι σίγουρη.
1164
01:25:25,125 --> 01:25:27,503
Μυρίζει ακόμη το αίμα.
1165
01:25:28,962 --> 01:25:33,300
Όλα τα αρώματα της Αραβίας δεν μπορούν
να μοσχομυρίσουν αυτό το χεράκι.
1166
01:25:52,569 --> 01:25:54,404
Τι στεναγμός.
1167
01:25:55,280 --> 01:25:57,824
Βαριά καρδιά που έχει.
1168
01:25:59,493 --> 01:26:01,703
Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνη μου.
Αυτή η ασθένεια ξεπερνά την τέχνη μου.
1169
01:26:02,454 --> 01:26:04,581
Μα έτυχε άνθρωποι
που περπατούν στον ύπνο τους,
1170
01:26:04,665 --> 01:26:06,667
να πεθάνουν αναπαυμένα στο στρώμα τους.
1171
01:26:07,543 --> 01:26:10,754
Θεέ μου, συγχώρα μας όλους.
1172
01:26:10,838 --> 01:26:13,257
Πλύνε τα χέρια, βάλε το νυχτικό σου,
1173
01:26:13,340 --> 01:26:15,092
μη φαίνεσαι τόσο χλωμός.
1174
01:26:16,176 --> 01:26:20,764
Σου το λέω και πάλι.
Ο Βάγκος δεν μπορεί να βγει από το μνήμα.
1175
01:26:21,431 --> 01:26:23,141
Ο κόσμος πράγματα φρικώδη λέει.
1176
01:26:23,767 --> 01:26:27,229
Γεννούν αφύσικα δεινά τα παρά φύσιν έργα.
1177
01:26:27,729 --> 01:26:32,442
Όπου συνείδηση βαριά, ο νους τα μυστικά
στα κουφά προσκέφαλα θα εκμυστηρευτεί.
1178
01:26:32,526 --> 01:26:34,903
Πιο πολύ πνευματικού ανάγκη,
παρά γιατρού έχει αυτή.
1179
01:26:36,321 --> 01:26:38,407
- Πηγαίνει να πλαγιάσει τώρα;
- Ευθύς.
1180
01:26:38,490 --> 01:26:41,869
Κρούουν τη θύρα. Έλα!
1181
01:26:43,287 --> 01:26:45,914
Έλα. Δώσε μου το χέρι σου.
1182
01:26:47,666 --> 01:26:49,835
Ό,τι έγινε, δεν ξεγίνεται.
1183
01:26:52,045 --> 01:26:53,046
Στο κρεβάτι.
1184
01:26:54,423 --> 01:26:55,424
Στο κρεβάτι.
1185
01:26:56,550 --> 01:26:57,551
Στο κρεβάτι.
1186
01:26:59,678 --> 01:27:00,679
Στο κρεβάτι.
Στο κρεβάτι.
1187
01:27:11,023 --> 01:27:12,983
Τι δάσος είν' αυτό;
1188
01:27:13,066 --> 01:27:14,318
Το δάσος της Βερνάμης.
1189
01:27:15,235 --> 01:27:17,237
Οι αγγλικές δυνάμεις έρχονται
με αρχηγό τον Μάλκολμ,
1190
01:27:17,321 --> 01:27:19,364
τον ξάδελφό του τον Σιβάρδο
και τον Μακδώφ.
1191
01:27:19,448 --> 01:27:21,617
Η εκδίκηση καίει τα στήθη τους.
1192
01:27:21,700 --> 01:27:23,076
Ο τύραννος τι κάνει;
1193
01:27:23,160 --> 01:27:25,579
Στον Δουνσινάνη οχυρώνεται.
1194
01:27:26,288 --> 01:27:27,372
Κάποιοι τον είπαν τρελό.
1195
01:27:27,456 --> 01:27:31,251
Άλλοι, λιγότερο εχθροί του,
σε ηρωική παραφορά το αποδίδουν.
1196
01:27:31,752 --> 01:27:35,756
Μα ισχύ πλέον δεν έχει, τον ταραγμένο
αγώνα του στη ζώνη του να σφίξει.
1197
01:27:35,839 --> 01:27:39,593
Θα αισθάνεται τους μυστικούς του φόνους
να του κολλούν στα χέρια.
1198
01:27:39,676 --> 01:27:43,096
Όσοι κοντά του έμειναν
δουλεύουν από φόβο, από αγάπη όχι.
1199
01:27:43,764 --> 01:27:46,850
Αισθάνεται τον τίτλο του χαλαρωμένο τώρα,
1200
01:27:46,934 --> 01:27:49,478
σαν γίγαντος φορέματα
στη ράχη νάνου κλέφτη.
1201
01:27:50,062 --> 01:27:54,733
Να σε μαυρίσ' η Κόλαση,
κιτρινιασμένε δούλε!
1202
01:27:55,317 --> 01:27:56,902
Τι όψη κατάφοβη είν' αυτή;
1203
01:27:57,694 --> 01:27:59,696
- Δέκα χιλιάδες έρχονται…
- Τι; Χήνες;
1204
01:27:59,780 --> 01:28:01,114
Στρατιώτες.
Στρατιώτες.
1205
01:28:01,198 --> 01:28:05,452
Πήγαινε ευθύς τα μούτρα σου να τρίψεις
να κοκκινίσ' η όψη σου, λιπόψυχε.
1206
01:28:05,536 --> 01:28:07,579
Τι στρατιώτες, κνώδαλο;
1207
01:28:08,497 --> 01:28:09,540
Ο Χάρος να σε πάρει.
1208
01:28:09,623 --> 01:28:12,292
Με τα σαβανωμένα σου τα μάγουλα
όποιος σε δει θα φοβηθεί.
1209
01:28:12,376 --> 01:28:14,711
Τι στρατιώτες, χλωμιάρη;
1210
01:28:14,795 --> 01:28:16,588
Άγγλοι, αφέντη μου.
1211
01:28:16,672 --> 01:28:17,714
Χάσου από δω.
1212
01:28:18,674 --> 01:28:19,758
Σεύτων!
1213
01:28:21,218 --> 01:28:24,930
Σιχαίνομαι να βλέπω… Σεύτων, είπα!
1214
01:28:25,013 --> 01:28:28,684
Αυτή η σπρωξιά ή θα με στερεώσει
ή θα με ρίξει κατά γης.
1215
01:28:29,268 --> 01:28:30,811
Έχω ζήσει αρκετά.
1216
01:28:30,894 --> 01:28:34,690
Εγύρισε στο μάραμα ο δρόμος της ζωής μου.
Το φύλλο εκιτρίνισε.
1217
01:28:34,773 --> 01:28:36,775
Κι απ' όλα όσα πρέπει
να έχουν τα γηράματα,
1218
01:28:36,859 --> 01:28:39,945
τιμή, αγάπη, υπακοή, σωρόν τους φίλους,
1219
01:28:40,028 --> 01:28:41,697
τίποτε δεν έχω να προσμένω.
1220
01:28:42,197 --> 01:28:44,741
Σεύτων, τι άλλα έμαθες;
1221
01:28:44,825 --> 01:28:46,869
Όσα μας είπαν, όλα αλήθεια είναι.
1222
01:28:46,952 --> 01:28:50,414
Θα μάχωμαι ωσότου λιανιστεί
το κρέας μου από τα κόκαλά μου.
1223
01:28:50,497 --> 01:28:52,207
- Φέρε την πανοπλία.
- Δεν είναι ώρα.
1224
01:28:52,291 --> 01:28:54,042
Θα τη φορέσω. Στείλε ιππικό
1225
01:28:54,126 --> 01:28:57,004
τη χώρα να γυρίσει.
Κι όσους φοβούνται, κρέμασμα.
1226
01:28:58,380 --> 01:28:59,464
Φέρε την πανοπλία μου!
1227
01:29:01,633 --> 01:29:03,010
Γιατρέ, πώς είν' η άρρωστη;
1228
01:29:03,093 --> 01:29:04,636
Δεν είναι τόσο άρρωστη,
1229
01:29:04,720 --> 01:29:08,599
μα είναι ταραγμένη απ' τα πυκνά
φαντάσματα που της χαλούν τον ύπνο.
1230
01:29:10,392 --> 01:29:11,602
Θεράπευσέ την απ' αυτό.
1231
01:29:11,685 --> 01:29:15,063
Στην πονεμένη την ψυχή
να φέρεις θεραπεία δεν μπορείς;
1232
01:29:15,147 --> 01:29:17,733
Από τη μνήμη να ξεριζώσεις λύπη;
1233
01:29:17,816 --> 01:29:19,735
Να σβήσεις όσα στο μυαλό εχάραξε η έγνοια;
1234
01:29:19,818 --> 01:29:23,197
Δεν έχεις της λήθης το πιοτό,
μέσ' απ' το στήθος το βαρύ
1235
01:29:23,280 --> 01:29:25,490
να βγάλει το φαρμάκι,
που την καρδιά πλακώνει;
1236
01:29:26,283 --> 01:29:29,036
Αυτά τα πάθη ο άρρωστος
μόνος του να τα γιατρέψει πρέπει.
1237
01:29:30,913 --> 01:29:34,666
Τότε τα γιατρικά στους σκύλους πέταξέ τα!
Τι να τα κάνω;
1238
01:29:34,750 --> 01:29:37,586
Σεύτων! Στείλε το ιππικό!
1239
01:29:38,462 --> 01:29:41,173
Φόβο θανάτου εγώ δεν ξέρω,
1240
01:29:41,256 --> 01:29:44,134
όσο δεν σηκώνεται το δάσος της Βερνάμης
στον Δουνσινάνη ν' ανεβεί.
1241
01:29:46,094 --> 01:29:50,682
Κάθε στρατιώτης ένα κλαρί
να το κρατά μπροστά του.
1242
01:29:50,766 --> 01:29:52,601
Αυτό θα γίνει.
1243
01:29:52,684 --> 01:29:56,605
Στον Δουνσινάνη παραμένει
ήσυχος ο τύραννος,
1244
01:29:56,688 --> 01:29:58,607
κι εκεί μας προσμένει
να τον πολιορκήσουμε.
1245
01:29:58,690 --> 01:30:03,820
Δεν έχει άλλη ελπίδα.
Όσοι του έμειναν, διά της βίας μένουν,
Δεν έχει άλλη ελπίδα.
Όσοι του έμειναν, διά της βίας μένουν,
1246
01:30:03,904 --> 01:30:05,531
η δε καρδιά τους είν' αλλού.
1247
01:30:05,614 --> 01:30:08,575
Κρεμάσετε τα φλάμπουρα
στα τείχη μας απ' έξω!
1248
01:30:08,659 --> 01:30:10,911
Όλοι φωνάζουν "Έρχονται!"
1249
01:30:10,994 --> 01:30:14,289
Το δυνατό μας κάστρο
την πολιορκία τους θα έχει να γελάσει.
1250
01:30:14,373 --> 01:30:18,627
Να μείνουν ώσπου λοιμική
και πείνα να τους φάει!
1251
01:30:52,744 --> 01:30:54,496
Οδηγήστε μας στη μάχη.
1252
01:30:54,997 --> 01:30:58,584
Με τον άξιο Μακδώφ ερχόμαστε κατόπιν
να κάνουμε ό,τι πρέπει.
1253
01:30:58,667 --> 01:31:01,587
Ο τύραννος ας βγει αντικρύ μας,
Ο τύραννος ας βγει αντικρύ μας,
1254
01:31:01,670 --> 01:31:04,173
κι αν δεν τον πολεμήσουμε, ας χαθούμε.
1255
01:31:04,673 --> 01:31:07,050
Εμπρός, λοιπόν! Εις τον πόλεμο!
1256
01:31:35,078 --> 01:31:37,122
Από δω!
1257
01:31:37,664 --> 01:31:39,708
Αν δεν τους εδυνάμωνα
εκείνους που μ' αφήσαν,
1258
01:31:39,791 --> 01:31:42,753
αφόβως θα τους αντίκριζα
στήθος με στήθος τώρα,
1259
01:31:42,836 --> 01:31:44,713
και θα τους έδιωχν' από δω.
1260
01:31:45,214 --> 01:31:46,715
Πλησίον είμαστε αρκετά!
1261
01:31:47,758 --> 01:31:52,346
Τη φουντωτή σας σκέπη πετάξτε κατά γης.
Φανείτε αυτοί που είστε.
1262
01:31:52,429 --> 01:31:54,473
Εμπρός οι σάλπιγγες.
1263
01:31:54,556 --> 01:31:56,225
Ας πουν το διαλάλημά τους
1264
01:31:56,308 --> 01:31:59,436
οι κήρυκες οι βροντεροί
αιμάτων και θανάτων!
1265
01:32:02,731 --> 01:32:03,732
Τι θόρυβος είναι αυτός;
1266
01:32:06,818 --> 01:32:08,612
Το κλάμα μιας γυναίκας, κύριέ μου.
1267
01:32:11,323 --> 01:32:13,450
Σχεδόν το ελησμόνησα
τι πράγμα είν' ο φόβος.
1268
01:32:13,951 --> 01:32:14,952
Δεν πάει καιρός
1269
01:32:15,035 --> 01:32:18,038
που μια κραυγή να άκουγα τη νύχτα,
τα μέλη μου επάγωναν.
1270
01:32:18,121 --> 01:32:20,958
Τα μαλλιά της κεφαλής μου
μπορούσε να ορθώσει μια ζοφερή ιστορία
1271
01:32:21,041 --> 01:32:23,627
ωσάν να ζωντάνευαν.
1272
01:32:24,211 --> 01:32:25,587
Τι κραυγή ήταν αυτή;
1273
01:32:27,506 --> 01:32:30,259
Η βασίλισσα, αφέντη μου, πέθανε.
1274
01:32:39,309 --> 01:32:41,562
Αργότερα μπορούσε να πεθάνει.
1275
01:32:46,149 --> 01:32:48,151
Ας ήταν κι άλλοτε καιρός
αυτό να το ακούσω.
1276
01:32:49,653 --> 01:32:54,783
Αύριο, και αύριο, και αύριο,
1277
01:32:56,326 --> 01:32:59,746
να φεύγει σιγά σιγά, ημέρα την ημέρα,
1278
01:32:59,830 --> 01:33:03,417
ως την εσχάτη συλλαβή
στου χρόνου το βιβλίο!
ως την εσχάτη συλλαβή
στου χρόνου το βιβλίο!
1279
01:33:05,711 --> 01:33:09,548
Κι όλα τα χθες έφεξαν σε μωρούς
τον δρόμο του θανάτου.
1280
01:33:12,509 --> 01:33:16,305
Σβήσε, λιγόζωε δαυλέ.
1281
01:33:17,890 --> 01:33:19,766
Η ζωή δεν είναι άλλο
παρά σκιά που περπατά,
1282
01:33:20,809 --> 01:33:23,896
παρά θεάτρου μίμος
που πηγαινοέρχεται μια ώρα στη σκηνή του,
1283
01:33:23,979 --> 01:33:28,817
και πλέον δεν ακούγεται.
Είν' ένα παραμύθι που λέει ένας παλαβός,
1284
01:33:31,111 --> 01:33:34,239
βοή και θυμούς γεμάτο, μα νόημα κανένα.
1285
01:33:37,659 --> 01:33:40,495
Αφέντη, ήθελα να πω
το πράγμα αυτό που είδα,
1286
01:33:40,579 --> 01:33:42,122
αλλά πώς να το πω δεν ξέρω.
1287
01:33:42,998 --> 01:33:44,875
Λέγε το.
1288
01:33:44,958 --> 01:33:47,836
Όπως έβλεπα προς τη Βερνάμη,
άξαφνα μου εφάνη
1289
01:33:48,795 --> 01:33:50,964
ότι το δάσος προχωρά.
1290
01:33:53,675 --> 01:33:56,094
Εάν σου λέω ψέματα, να πέσω στην οργή σου.
1291
01:33:57,387 --> 01:34:01,058
Βλέπεις κι έρχεται εδώ και τρία μίλια.
Σου λέγω, δάσος κινητό.
Βλέπεις κι έρχεται εδώ και τρία μίλια.
Σου λέγω, δάσος κινητό.
1292
01:34:02,726 --> 01:34:04,686
Εάν μου είπες ψέματα,
1293
01:34:05,229 --> 01:34:09,566
στο πρώτο δέντρο, ζωντανό θα σε κρεμάσω,
ώσπου να γίνεις ξερός από την πείνα.
1294
01:34:11,944 --> 01:34:15,447
"Μη φοβού, αν δεν κινήσει στον Δουνσινάνη
ν' ανεβεί το δάσος της Βερνάμης".
1295
01:34:16,782 --> 01:34:18,700
Και το δάσος έρχεται τώρα στον Δουνσινάνη.
1296
01:34:21,912 --> 01:34:25,290
Στα όπλα! Έξω!
1297
01:34:27,793 --> 01:34:30,128
Αν αυτός το είδε όπως λέει,
1298
01:34:30,712 --> 01:34:34,633
ούτε να φύγω μ' ωφελεί
μα ούτε και να μείνω.
1299
01:34:34,716 --> 01:34:37,094
Σημάνετε τα σήμαντρα!
1300
01:34:37,177 --> 01:34:39,930
Αέρα, φύσα! Μάνιζε!
1301
01:34:41,098 --> 01:34:43,934
Τουλάχιστον θα πεθάνω
με τα όπλα στο στήθος μου επάνω.
1302
01:35:26,810 --> 01:35:27,811
Ποιος είσαι εσύ;
1303
01:35:29,521 --> 01:35:31,315
Εάν σου πω, τρομάρα θα σε πιάσει.
1304
01:35:31,398 --> 01:35:32,399
Όχι.
1305
01:35:33,066 --> 01:35:36,278
Ακόμα κι αν έχεις όνομα φρικτότερο
κι από την Κόλαση την ίδια.
1306
01:35:38,363 --> 01:35:39,948
Είμαι ο Μάκβεθ.
1307
01:35:42,284 --> 01:35:46,580
Κι ο διάβολος ακόμα να μου προφέρει
όνομα χειρότερο δεν έχει από τούτο.
1308
01:35:47,080 --> 01:35:48,832
Και πάλι δεν φοβάμαι.
1309
01:35:48,916 --> 01:35:51,335
Ψεύδεσαι, τύραννε φρικτέ.
1310
01:35:52,044 --> 01:35:55,547
Θα σ' αποδείξω ψεύτη
με το σπαθί που κρατώ!
1311
01:35:58,050 --> 01:35:59,635
Σε γέννησε γυναίκα.
1312
01:37:37,441 --> 01:37:39,776
Γύρνα, καταραμένε, γύρνα!
1313
01:37:47,618 --> 01:37:51,163
Εσένα απ' όλους σε απέφευγα.
Τραβήξου πίσω.
1314
01:37:51,663 --> 01:37:54,583
Μου φτάνει όσο αίμα σου
βαρύνει την ψυχή μου.
1315
01:37:54,666 --> 01:37:56,043
Δεν έχω λόγια.
1316
01:37:57,377 --> 01:37:59,004
Το σπαθί είν' η φωνή μου.
1317
01:37:59,087 --> 01:38:02,007
Το σπαθί σου να πέφτει σε τρωτά κεφάλια.
Το σπαθί σου να πέφτει σε τρωτά κεφάλια.
1318
01:38:02,090 --> 01:38:03,383
Έχει η ζωή μου μάγια,
1319
01:38:03,467 --> 01:38:05,761
και δεν φοβάται άνθρωπο
γυναικογεννημένο.
1320
01:38:05,844 --> 01:38:07,429
Δεν ωφελούν τα μάγια σου.
1321
01:38:08,555 --> 01:38:11,350
Και το αφεντικό σου, ο άγγελος, να σου πει
1322
01:38:11,433 --> 01:38:14,478
ότι εξεριζώθη απ' της μητρός του
ο Μακδώφ τα σπλάχνα πριν της ώρας.
1323
01:38:16,897 --> 01:38:19,274
Κατάρα και ανάθεμα
στη γλώσσα που το λέει.
1324
01:38:22,110 --> 01:38:25,030
- Δεν πολεμώ εσένα.
- Τότε παραδώσου, δειλέ!
1325
01:38:25,614 --> 01:38:29,326
Δεν παραδίνομαι και δεν ασπάζομαι
το χώμα όπου ο Μάλκολμ θα πατά,
1326
01:38:29,409 --> 01:38:31,620
κι ο όχλος αν με καταριέται.
1327
01:38:32,496 --> 01:38:35,707
Ας ήρθε εδώ στο κάστρο μου
το δάσος της Βερνάμης,
1328
01:38:35,791 --> 01:38:38,794
γυναίκα ας μη σε γέννησε, εγώ θα πολεμήσω.
1329
01:38:40,629 --> 01:38:41,880
Ιδού, Μακδώφ.
1330
01:38:43,924 --> 01:38:47,135
Ανάθεμα σε όποιον φωνάξει πρώτος "Φτάνει!"
1331
01:40:20,729 --> 01:40:24,274
Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας.
1332
01:40:25,150 --> 01:40:29,321
Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας!
1333
01:40:29,404 --> 01:40:33,909
Να ζήσει ο βασιλεύς της Σκωτίας!
1334
01:41:57,951 --> 01:42:00,913
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ
ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ
1335
01:44:55,671 --> 01:44:57,673
Υποτιτλισμός: Άννυ Ζερβού
1336
01:44:57,756 --> 01:44:59,758
Βασισμένο στη μετάφραση
του Δημήτριου Βικέλα